(αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα dejure
http://mariosmarinakos.blogspot.com/2018/07/1281975.html)
http://mariosmarinakos.blogspot.com/2018/07/1281975.html)
Το
ότι η επιβολή της εισφοράς στους δανειολήπτες είναι μη νόμιμη, είναι
γνωστό. Το ότι κάποια δικαστήρια επιμένουν να την κρίνουν ως δήθεν
νόμιμη είναι, επίσης, γνωστό.
Αυτή η ανασφάλεια δικαίου, λοιπόν, πράγματι υπάρχει ή είναι επίπλαστη;
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 1 παρ. 1 και 3 ν. 128/1975, επιβλήθηκε εισφορά σε βάρος των πάσης φύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν στην Ελλάδα υπέρ κοινού λογαριασμού, ανερχομένη σε ποσοστό 1%ο ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων, των χορηγουμένων από αυτά πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων. Από τη γραμματική διατύπωση της τελευταίας διάταξης της παρ. 3 του άρ. 1 ν. 128/1975, κατά την οποία "επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος υπέρ λογαριασμού", σαφώς προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε, όπως η ανωτέρω εισφορά αφορά και βαρύνει αποκλειστικά τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα και όχι τους δανειολήπτες πελάτες τους. Τούτο συνάγεται και κατ' αντιδιαστολή προς τη διάταξη του άρ. 22 παρ. 2 ν. 2515/1997 (με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση καταβολής της ίδιας εισφοράς και στα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού), έχουσα ως εξής: "Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος". Επί πλέον, με τη διάταξη του άρ. 6 ν. 1676/1986 επιβλήθηκε σε όλα επίσης τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, φόρος με την ονομασία "Ειδικός Φόρος Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε.)", ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 11 παρ. 3 αυτού, επιρρίπτεται από τις τράπεζες στον αντισυμβαλλόμενο τους (ο φόρος αυτός έχει ήδη καταργηθεί με το άρ. 33 ν. 2873/2000). Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρ. 30 παρ. 1 και 2 εδ. α' ν. 2789/2000, ορίζεται ότι, κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση, που παρήχθησαν από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβεί το πιο κάτω αναφερόμενο πολλαπλάσιο της απαίτησης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, κατά το χρόνο του οριστικού κλεισίματος αυτών ή, όπου δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, από τότε που η απαίτηση κατέστη εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τους όρους της οικείας σύμβασης ή κατά το νόμο το τετραπλάσιο, αν τα ως άνω περιστατικά συνέβησαν μέχρι την 31.12.1985, β ') το τριπλάσιο, αν συνέβησαν-μετά την υπό α' ημερομηνία και μέχρι την 31.12.1990, γ) το διπλάσιο, αν συνέβησαν μετά την υπό β' ημερομηνία και μέχρι την 15.4.1998. Προκειμένου για οφειλές από συμβάσεις δανείων, στη βάση υπολογισμού του προηγούμενου εδαφίου δεν περιλαμβάνονται τόκοι από ανατοκισμό. Καταβολές, που έχουν γίνει υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, μετά τις ημερομηνίες της προηγουμένης παραγράφου,