Της Ιφιγένειας Καμτσίδου*

Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί κρίσιμη στιγμή για το πολίτευμα, που ούτως ή άλλως διανύει μεταβατική περίοδο. Η Βουλή καλείται να επιλέξει τον νέο αρχηγό του κράτους ενόψει αφενός των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, αφετέρου της μετεξέλιξης του πολιτικού συστήματος: η κρίση δεν ανέτρεψε απλώς τον δικομματισμό που στήριξε τη λειτουργία των θεσμών για 30 περίπου χρόνια, αλλά φανέρωσε τις βαριές παθογένειές του, επιτρέποντας στο νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής να αναδειχθεί σε παράγοντα του πολιτικού γίγνεσθαι. Η έκβαση της τρίτης ψηφοφορίας για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας φαίνεται να μπορεί να αλλάξει την πορεία της χώρας ή και να μεταβάλει τη φυσιογνωμία του πολιτικού της συστήματος, αλλοιώνοντας τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά χαρακτηριστικά του. Η συνταγματικότητα, λοιπόν, των χειρισμών κυβέρνησης και αντιπολίτευσης διαθέτει ένα προφανές ενδιαφέρον και αξίζει να διερευνηθεί.
Η συνταγματική πρακτική της χώρας μαρτυρά ότι η θεσμικοπολιτική σημασία της προεδρικής εκλογής ήταν πάντοτε σημαντική, καθώς αυτή επιτελεί τριπλή λειτουργία: Καταρχάς είναι η διαδικασία με την οποία επιλέγεται ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, αυτός που θα κληθεί να ασκήσει όσες συνταγματικές αρμοδιότητες συμβάλλουν στην πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμη, συνιστά εκδήλωση της ίδιας της λαϊκής κυριαρχίας στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Τέλος, αποτελεί περίσταση που θέτει υπό έλεγχο την ικανότητα του Συντάγματος να πλαισιώνει τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ώστε να οδηγεί προς τη δημοκρατία μέσα από την εφαρμογή των κανόνων του.