(αναδημοσίευση από το thepressproject)
Η απελευθέρωση του Κορκονέα και η αθώωση του Σαραλιώτη
επαναφέρουν το θεμελιώδες ερώτημα της δικαιοσύνης. Το λεγόμενο «κοινό
περί δικαίου αίσθημα» δεν είναι καθόλου κοινό. Είναι κάτι που
μοιραζόμαστε όσοι το μοιραζόμαστε, και τελικά θα καταφέρουμε ό,τι
καταφέρουμε πείθοντας και τρομάζοντας πολιτικούς αντιπάλους.
Αυτό σημαίνει ότι μέχρι ένα σημείο μόνο μπορώ να ζητήσω από
το δικαστήριο να με ακούσει. Όμως όπως ακριβώς η αρχική απόφαση υπάκουε
σε ένα κλίμα μαζικής κατακραυγής της δολοφονίας, αυτή η απόφαση υπακούει
σε ένα κλίμα αυτοσυντήρησης του κράτους, σε μια περίοδο κατά την οποία
αυτό δεν δέχεται πιέσεις από πουθενά.
Το σκέφτομαι και για το πανεπιστημιακό άσυλο και όλα. Όσο κι αν
επικαλεστείς τη νομιμότητα, θα έρθει η ώρα που ο αντίπαλος θα ζυγίσει τη
δύναμή σου. Θα χρειαστεί να επινοήσει ή να ανασύρει το νομικό περίβλημα
της απόφασης, αλλά κατά βάθος θα έχει απλώς ρίξει μια ματιά απέναντι,
όπως ο οδηγός που βγαίνει από το αμάξι για να τσακωθεί και αναρωτιέται
αν τον έχει τον αντίπαλο.
Θυμάμαι τη βραδιά της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου, που ήμουν στη
γιορτή ενός φίλου, Νίκου. Αυτό που έγινε τις επόμενες μέρες ήταν μια
άγρια διαμαρτυρία απέναντι στην καταστολή, από πιτσιρίκια που δεν είχαν
δει και δεν είχαν μέχρι τότε καταλάβει τίποτε, ούτε από την ενήλικη ζωή,
που δεν είχε ξεκινήσει, ούτε από την κρίση, που δεν την είχαμε
αντιληφθεί. Είχε όμως την ανίκητη ορμή ενός νεανικού πλήθους που
πολιτικοποιήθηκε βίαια, σαν σε αιματηρή μυητική τελετή. Όσο κι αν
παραπονούνταν σοφοί ινστρούχτορες ότι αυτό το πλήθος δεν ήταν αρκετό
πολιτικοποιημένο και ενήμερο, αυτό το πλήθος υπερασπίστηκε έναν λόγο
κατακραυγής της αστυνομικής βαρβαρότητας. Όποιος νομίζει ότι πρόκειται
για κάτι αυτονόητο, έχει την ευκαιρία σήμερα να το ξανασκεφτεί.
Στο διάστημα που ακολούθησε αμέσως μετά τη δολοφονία, η διανόηση
έκανε τη δουλειά της: