Και για να θυμίσουμε την εμπεριστατωμένη πολιτικά και νομικά άποψη που εξέφρασε ο Κώστας Παπαδάκης στις 24.1.2023, όταν επρόκειτο να ψηφιστεί η διάταξη που τώρα προκαλεί προβλήματα στην κυβέρνηση και σπεύδει να τροποποιήσει. Οι θέσεις του μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους και είναι τελείως επίκαιρες και σήμερα. Η παρούσα αναδημοσίευση είναι από το infowar που αναπαρήγαγε ανάρτηση του kommon. Παρόμοιο άρθρο είχε δημοσιεύσει ο Κώστας Παπαδάκης την προηγούμενη μέρα και στο thepressproject.
Ο φασισμός και ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά
αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην
κοινωνία. Η μαζική, πολύμορφη και ενωτική πάλη όλα τα προηγούμενα χρόνια
απέτρεψε τη νομιμοποίησή του σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια και
υποχρέωσε τις αρμόδιες δυνάμεις της κρατικής εξουσίας να ελέγξουν την
εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας της
και όχι μόνο στα εκτελεστικά όργανα.
Η καταδικαστική απόφαση της 7.10.2020 έθεσε τέλος στην ατιμωρησία της
φασιστικής βίας στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία μετά από πολλές
δεκαετίες. Ζητούμενο ήταν όχι η απαγόρευση της πολιτικής δράσης, πράγμα
που σε κανένα δικαστήριο δεν πρέπει να δίδεται το δικαίωμα να κάνει,
αλλά η αποδοκιμασία και τιμωρία της εγκληματικής δράσης των
κατηγορουμένων μελών της Χ.Α, που όπως αποδείχθηκε, εκδηλώθηκε με
κίνητρο τη ναζιστική της ιδεολογία.
Το ζήτημα του επιτρεπτού της συμμετοχής ή μη των καταδικασθέντων για
την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» με την υπ’ αριθμόν
2425/2020 Απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ύστερα
από μία ιστορική δίκη που διήρκεσε πεντέμισι χρόνια, απασχολεί την
επικαιρότητα σήμερα.
Οφείλουμε να επισημάνουμε, καταρχήν, σχετικά με το νομικό πλαίσιο,
ότι το Σύνταγμα απαγορεύει ρητά (άρθρο 51 παρ. 2) τον περιορισμό του
εκλογικού δικαιώματος, εκτός των περιπτώσεων που δεν έχει συμπληρωθεί
κατώτατο όριο ηλικίας ή για την ικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια
αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Η στέρηση των
πολιτικών δικαιωμάτων η οποία προβλεπόταν ως παρεπόμενη ποινή από τις
διατάξεις του παλαιού Ποινικού Κώδικα προέβλεπε επίσης ως προϋπόθεση για
την εφαρμογή της το αμετάκλητο της καταδίκης και, κατά συνέπεια, η
κατάργηση της παρεπόμενης αυτής ποινής από το νέο Ποινικό Κώδικα δεν
επέφερε οποιαδήποτε τροποποίηση στο νομικό καθεστώς αντιμετώπισης των
καταδικασθέντων με βάση την ποινή τους.
Ωστόσο, οι συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 55 επ.) επιτρέπουν στον
κοινό νομοθέτη να θεσπίζει κωλύματα και ασυμβίβαστα των βουλευτών, όχι
με την έννοια της ποινής, αλλά με την έννοια του μέτρου για την εύρυθμη
λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του πολιτεύματος. Αυτή
αντίστοιχα επιβάλλεται και από το άρθρο 29 του Συντάγματος, που
προβλέπει την υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να εξυπηρετούν με την οργάνωση και δράση τους (σ.σ.
όχι με την ιδεολογία και τις πεποιθήσεις τους) την ελεύθερη λειτουργία
του δημοκρατικού πολιτεύματος, παρότι το τελευταίο δεν υλοποιείται από
συγκεκριμένους εκτελεστικούς νόμους, ούτε προβλέπει κυρώσεις. Κωλύματα
και ασυμβίβαστα υποψηφίων βουλευτών προβλέπονται ακόμα και σε
περιπτώσεις κατά τις οποίες η κοινωνική συμπεριφορά τους δεν ενέχει
ηθική και ποινική απαξία όση αποτυπώνεται στο μέγεθος μιας
καταδικαστικής απόφασης, ή και καμία απαξία, και γι’ αυτό δεν έχει και
τον χαρακτήρα ποινής.
Έχοντας τις σκέψεις αυτές, κάποιοι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ήδη από
τον Οκτώβριο 2020 είχαμε διατυπώσει την απαίτηση να αντιμετωπισθεί με
ανάλογη τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας το ζήτημα της συμμετοχής
των καταδικασμένων για ένταξη και διεύθυνση στην εγκληματική ναζιστική
οργάνωση «Χρυσή Αυγή». Δεν υπηρετούσαμε καμία προεκλογική σκοπιμότητα,
το θέσαμε ως συνέπεια της όλης προσπάθειάς μας στη δίκη. Χωρίς να
αμφισβητούμε στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται
στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, κρίναμε
ότι η θέσπιση διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία, ανάλογη και ισόρροπη αποτύπωση της κατάκτησης της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για τη θωράκισή της απέναντι
στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας, ανοχής και νομιμοποίησης της
ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013.
Επισημάναμε ότι για τη την θεσμική υλοποίηση της πρόβλεψης δεν βοηθά η
χρήση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που είτε στην εκδοχή του νέου
(που έχει καταργήσει από 1.7.2019 την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων
ως παρεπόμενη ποινή), είτε στην εκδοχή του παλιού (που προέβλεπε την
στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά απαιτούσε αμετάκλητη απόφαση),
παρά μόνο τροποποίηση στην εκλογική νομοθεσία, ώστε να αντιμετωπιστεί
ισόρροπα, ανάλογα και οριοθετημένα το ζήτημα της απαγόρευσης συμμετοχής
τους στις βουλευτικές εκλογές, αφού η ναζιστική εγκληματική τους δράση
συνιστά αυτονόητη απειλή για την δημοκρατία.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έκλεισε τα μάτια για άλλη μία φορά και σε αυτήν
στην δίκαιη απαίτηση του αντιφασιστικού κινήματος και έσπευσε λίγους
μήνες μετά, και τότε με την φημολογία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας για
πρόωρες εκλογές, να νομοθετήσει το ν. 4804/2021, κύριος στόχος του
οποίου όμως δεν ήταν παρά ήταν η επέκταση του ορίου του 3% που ισχύει
στις βουλευτικές εκλογές και στις δημοτικές και περιφερειακές,
προκειμένου να υπάρξει δικαίωμα εκλογής συμβούλων από αυτοδιοικητική
παράταξη, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τον κύριο αντίπαλο της
αποτελεί η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που στις αυτοδιοικητικές εκλογές
2019 είχε κατορθώσει να εκπροσωπηθεί σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας
και σε εκατοντάδες Δήμους.
Για τις βουλευτικές εκλογές, με το άρθρο 92 του ν. 4804/2021,
επιτράπηκε η συμμετοχή σε κόμματα ως υποψηφίων βουλευτών προσώπων τα
οποία έχουν καταδικαστεί για ένταξη ή διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, αρκεί να μην είναι νόμιμοι εκπρόσωποι και αρχηγοί των κομμάτων αυτών. Με άλλα λόγια, δηλαδή, η Ν.Δ. “έκλεισε το μάτι” στα
καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής και τους υπέδειξε να βαφτίσουν
κάποιον άλλον, αχυράνθρωπο ή μη, ως αρχηγό του κόμματος, και ύστερα από
αυτό να συμμετάσχουν ελεύθερα στα ψηφοδέλτια. Καταγγείλαμε επανειλημμένα
την ρύθμιση αυτή χωρίς να εισακουστούμε.
Μπροστά στη γενική κατακραυγή σήμερα η Νέα Δημοκρατία, επιδιώκοντας
να δημιουργήσει εντυπώσεις αντιπερισπασμού στην ακροδεξιά και ανελέητη
κοινωνικο – οικονομική της πολιτική, την απροκάλυπτη στήριξη των
κατασταλτικών εγκλημάτων, την ανοχή των σεξιστικών εγκλημάτων και την
υστερία ενάντια στους πρόσφυγες και μετανάστες, το τείχος, τις
επαναπροωθήσεις και τα ψέμματα, και όλα όσα άλλα επιβεβαιώνουν την
εμμονή της στην πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς και κάνει τους φασίστες
να νοιώθουν ισχυροί και δικαιωμένοι, σπεύδει να ζητήσει διαβούλευση από
τα άλλα κόμματα με ποιο τρόπο θα νομοθετηθεί ο αποκλεισμός των
καταδικασθέντων της Χ.Α. από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.
Αλλά και τα στενότερα κίνητρά της Ν.Δ. βέβαια, δεν είναι και τόσο…
αντιναζιστικά ! Είναι γνωστό (και πως να μην είναι με τη συστηματική
πλύση εγκεφάλου από δημοσκοπήσεις και Μ.Μ.Ε.;) ότι οι δημοσκοπικές
επιταγές, που εκπορεύονται πάντα από τα ίδια επιτελεία και συμφέροντα
που εμπιστεύονται τη Ν.Δ. στη διαχείριση της εξουσίας της χώρας,
φαίνονταν μέχρι πρότινος να οδηγούν «σηκωτό» τον Κασιδιάρη στη Βουλή
(για τον οποίο μάλιστα φημολογείται ότι είχε και την ευφυή