(αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα ECHR )
https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/thematologia/idiotiki-zoi/h-erevna-kai-katasxeseis-se-dikigoriko-grafeio-xoris-tin-parousia-kai-enimerosi-tou-dikigorou-paraviazoun-tin-idiotiki-zoi/
βλ. εδώ
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα διαδικαστικά παραπτώματα ήταν τέτοια ώστε η έρευνα και οι κατασχέσεις που πραγματοποιήθηκαν στο δικηγορικό γραφείο του προσφεύγοντος δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ανάλογα με την επιδίωξη των νόμιμων σκοπών ούτε διασφάλισαν τον σεβασμό της οικίας κάποιου. Διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Η υπόθεση αφορά την έρευνα των επαγγελματικών χώρων του προσφεύγοντος και την κατάσχεση πολλών στοιχείων και εγγράφων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για υποψία συμμετοχής του στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Τον Ιούλιο του 2010, το γραφείο του Εισαγγελέα του Εφετείου Αθηνών διέταξε την έρευνα των επαγγελματικών του χώρων στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για την υποψία συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, τα μέλη των οποίων ήταν ύποπτα για συμμετοχή σε παραβάσεις όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η δωροδοκία δικαστών. Η έρευνα διήρκεσε, χωρίς τη γνώση του προσφεύγοντος δώδεκα
ημέρες και διεξήχθη από αστυνομικό συνοδευόμενο από Αντιεισαγγελέα. Έρευνα επίσης διεξήχθη και στην οικία του με την παρουσία της συζύγου του. Ένας γείτονας, μη ειδικός και χωρίς να είναι νομικός πραγματογνώμονας, συμμετείχε ως μάρτυρας κατά την έρευνα. Οι αρχές κατάσχεσαν υπολογιστή και εκατοντάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αρχεία πελατών σχετικά με δικαστικές διαδικασίες και φορολογικά έγγραφα. Δώδεκα εκθέσεις δήμευσης καταρτίστηκαν σε συνολικά 372 σελίδες.
Τον Μάιο του 2012 ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον πολλών ατόμων, συμπεριλαμβανομένου και του προσφεύγοντος. Τον επόμενο μήνα ο κ. Λεωτσάκος ζήτησε από το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο η έρευνα και η κατάσχεση ήταν παράνομες και ότι όλα τα κατασχεθέντα αντικείμενα και έγγραφα έπρεπε να του επιστραφούν. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την αρχή της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου και ότι δεν είχε τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 262 § 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διότι η έρευνα είχε πραγματοποιηθεί κατά την απουσία του. Επίσης ότι δεν είχε κληθεί να παραστεί και δεν ήταν σε θέση να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου. Το αίτημά του χαρακτηρίστηκε αβάσιμο και ο Εισαγγελέας του ΑΠ αρνήθηκε να υποβάλει αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων διαμαρτύρεται για τις συνθήκες υπό τις οποίες διενεργήθηκε η έρευνα στην δικηγορική του εταιρεία στην Καλλιθέα.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η έρευνα ή οι έλεγχοι της οικίας ή του γραφείου δικηγόρου που ασκούσε νομίμως το επάγγελμά του, κυρίως ως μέλος του δικηγορικού συλλόγου, έπρεπε να συνοδεύονται από ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιδιότητα του δικηγόρου του προσφεύγοντος ήταν γνωστή στις αρχές και η έρευνα η οποία οδήγησε στην κατάσχεση εγγράφων και ηλεκτρονικών υπολογιστών που του ανήκαν, αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του για σεβασμό της «οικίας» του και της «αλληλογραφίας». Η παρέμβαση αυτή ήταν σύμφωνη με το νόμο και επιδίωκε έναν θεμιτό στόχο, την πρόληψη του εγκλήματος.
Όσον αφορά το αν η παρέμβαση ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ένταλμα έρευνας του Εισαγγελέα είχε συνταχθεί με γενικούς όρους και ότι η ελληνική νομοθεσία δεν προέβλεπε προηγούμενο έλεγχο. Ο προσφεύγων δεν ήταν παρών κατά τη διάρκεια της έρευνας, η οποία διήρκεσε 12 μέρες και δεν υπήρχε κανένα στοιχείο στο φάκελο που να αποδεικνύει αν οι ανακριτές προσπάθησαν να τον ενημερώσουν για την ενέργειά τους, ενώ σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αυτοί που διέμεναν στους χώρους έπρεπε να είναι παρόντες σε περίπτωση έρευνας. Επιπλέον, οι αρχές είχαν κατασχέσει υπολογιστές και εκατοντάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αρχείων πελατών. Η παρουσία γείτονα ως ανεξάρτητου μάρτυρα δεν αποτελούσε επαρκή εγγύηση, διότι δεν διέθετε τις απαραίτητες νομικές γνώσεις και δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει έγγραφα που αφορούσαν υποθέσεις πελατών που καλύπτονταν από επαγγελματικό απόρρητο.
Επίσης, δεν υπήρξε μεταγενέστερος δικαστικός έλεγχος (ex post facto) και δεν είχε διευκρινιστεί ποτέ εάν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα έγγραφα που είχαν κατασχεθεί είχαν άμεση σχέση με το αδίκημα που ερευνήθηκε. Εξάλλου, το Εφετείο, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση, δεν είχε αποφανθεί για τον τρόπο με τον οποίο είχε συνταχθεί το ένταλμα έρευνας ή για το κατά πόσον η κατάσχεση όλων των εγγράφων και των υπολογιστών ήταν αναγκαία για την έρευνα. Επιπλέον, τα κατασχεθέντα αντικείμενα φυλάσσονταν από τις αρχές και ο προσφεύγων δεν είχε ακόμη πρόσβαση σε αυτά. Τέλος, ένα μόνο άτομο, ο εισαγγελέας Ι.Δ., είχε διεξαγάγει προκαταρκτική έρευνα εναντίον του κ. Λεωτσάκου και είχε εκδώσει ένταλμα έρευνας και κατάσχεσης εναντίον του. Στη συνέχεια, όταν ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη νομιμότητα αυτών των μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου, ο ίδιος Εισαγγελέας που ήταν υπεύθυνος για την υπόθεση υπέβαλε πρόταση στο Δικαστήριο, το οποίο την ενέκρινε, αποδεχόμενο όλους τους ισχυρισμούς του Εισαγγελέα και χωρίς να ακούει τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος, καθώς αυτό δεν προβλεπόταν στο εσωτερικό δίκαιο.
Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα διαδικαστικά παραπτώματα ήταν τέτοια ώστε η έρευνα και η κατάσχεση που πραγματοποιήθηκαν στο δικηγορικό γραφείο δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ανάλογα προς την επιδίωξη των νόμιμων σκοπών στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός της οικίας κάποιου.
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.034 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες(επιμέλεια echrcaselaw.com).
https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/thematologia/idiotiki-zoi/h-erevna-kai-katasxeseis-se-dikigoriko-grafeio-xoris-tin-parousia-kai-enimerosi-tou-dikigorou-paraviazoun-tin-idiotiki-zoi/
ΑΠΟΦΑΣΗ
Λεωτσάκος κατά Ελλάδας της 4.10.2018 (αρ. προσφ. 30958/13)βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Έρευνα σε δικηγορικό γραφείο στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς την παρουσία του δικηγόρου και χωρίς ενημέρωσή του. Η έρευνα ή οι έλεγχοι οικίας ή γραφείου δικηγόρου πρέπει να συνοδεύονται από ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις και το ένταλμα έρευνας δεν πρέπει να συντάσσεται με γενικούς όρους. Η διάρκεια της έρευνας διήρκεσε 12 μέρες και κατασχέθηκαν υπολογιστής και εκατοντάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αρχεία πελατών και φορολογικά έγγραφα. Δεν διεξήχθη στη συνέχεια μεταγενέστερος δικαστικός έλεγχος και δεν είχε διευκρινιστεί ποτέ εάν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα έγγραφα που είχαν κατασχεθεί είχαν άμεση σχέση με το αδίκημα που ερευνήθηκε.Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα διαδικαστικά παραπτώματα ήταν τέτοια ώστε η έρευνα και οι κατασχέσεις που πραγματοποιήθηκαν στο δικηγορικό γραφείο του προσφεύγοντος δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ανάλογα με την επιδίωξη των νόμιμων σκοπών ούτε διασφάλισαν τον σεβασμό της οικίας κάποιου. Διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Πέτρος Λεωτσάκος, είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1951 και ζει στην Αθήνα. Εργάζεται ως δικηγόρος στην Ελλάδα από το 1976.Η υπόθεση αφορά την έρευνα των επαγγελματικών χώρων του προσφεύγοντος και την κατάσχεση πολλών στοιχείων και εγγράφων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας για υποψία συμμετοχής του στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Τον Ιούλιο του 2010, το γραφείο του Εισαγγελέα του Εφετείου Αθηνών διέταξε την έρευνα των επαγγελματικών του χώρων στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για την υποψία συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, τα μέλη των οποίων ήταν ύποπτα για συμμετοχή σε παραβάσεις όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η δωροδοκία δικαστών. Η έρευνα διήρκεσε, χωρίς τη γνώση του προσφεύγοντος δώδεκα
ημέρες και διεξήχθη από αστυνομικό συνοδευόμενο από Αντιεισαγγελέα. Έρευνα επίσης διεξήχθη και στην οικία του με την παρουσία της συζύγου του. Ένας γείτονας, μη ειδικός και χωρίς να είναι νομικός πραγματογνώμονας, συμμετείχε ως μάρτυρας κατά την έρευνα. Οι αρχές κατάσχεσαν υπολογιστή και εκατοντάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αρχεία πελατών σχετικά με δικαστικές διαδικασίες και φορολογικά έγγραφα. Δώδεκα εκθέσεις δήμευσης καταρτίστηκαν σε συνολικά 372 σελίδες.
Τον Μάιο του 2012 ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον πολλών ατόμων, συμπεριλαμβανομένου και του προσφεύγοντος. Τον επόμενο μήνα ο κ. Λεωτσάκος ζήτησε από το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο η έρευνα και η κατάσχεση ήταν παράνομες και ότι όλα τα κατασχεθέντα αντικείμενα και έγγραφα έπρεπε να του επιστραφούν. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την αρχή της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου και ότι δεν είχε τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 262 § 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διότι η έρευνα είχε πραγματοποιηθεί κατά την απουσία του. Επίσης ότι δεν είχε κληθεί να παραστεί και δεν ήταν σε θέση να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου. Το αίτημά του χαρακτηρίστηκε αβάσιμο και ο Εισαγγελέας του ΑΠ αρνήθηκε να υποβάλει αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων διαμαρτύρεται για τις συνθήκες υπό τις οποίες διενεργήθηκε η έρευνα στην δικηγορική του εταιρεία στην Καλλιθέα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής)Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η έρευνα ή οι έλεγχοι της οικίας ή του γραφείου δικηγόρου που ασκούσε νομίμως το επάγγελμά του, κυρίως ως μέλος του δικηγορικού συλλόγου, έπρεπε να συνοδεύονται από ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιδιότητα του δικηγόρου του προσφεύγοντος ήταν γνωστή στις αρχές και η έρευνα η οποία οδήγησε στην κατάσχεση εγγράφων και ηλεκτρονικών υπολογιστών που του ανήκαν, αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του για σεβασμό της «οικίας» του και της «αλληλογραφίας». Η παρέμβαση αυτή ήταν σύμφωνη με το νόμο και επιδίωκε έναν θεμιτό στόχο, την πρόληψη του εγκλήματος.
Όσον αφορά το αν η παρέμβαση ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ένταλμα έρευνας του Εισαγγελέα είχε συνταχθεί με γενικούς όρους και ότι η ελληνική νομοθεσία δεν προέβλεπε προηγούμενο έλεγχο. Ο προσφεύγων δεν ήταν παρών κατά τη διάρκεια της έρευνας, η οποία διήρκεσε 12 μέρες και δεν υπήρχε κανένα στοιχείο στο φάκελο που να αποδεικνύει αν οι ανακριτές προσπάθησαν να τον ενημερώσουν για την ενέργειά τους, ενώ σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αυτοί που διέμεναν στους χώρους έπρεπε να είναι παρόντες σε περίπτωση έρευνας. Επιπλέον, οι αρχές είχαν κατασχέσει υπολογιστές και εκατοντάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων αρχείων πελατών. Η παρουσία γείτονα ως ανεξάρτητου μάρτυρα δεν αποτελούσε επαρκή εγγύηση, διότι δεν διέθετε τις απαραίτητες νομικές γνώσεις και δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει έγγραφα που αφορούσαν υποθέσεις πελατών που καλύπτονταν από επαγγελματικό απόρρητο.
Επίσης, δεν υπήρξε μεταγενέστερος δικαστικός έλεγχος (ex post facto) και δεν είχε διευκρινιστεί ποτέ εάν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα έγγραφα που είχαν κατασχεθεί είχαν άμεση σχέση με το αδίκημα που ερευνήθηκε. Εξάλλου, το Εφετείο, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση, δεν είχε αποφανθεί για τον τρόπο με τον οποίο είχε συνταχθεί το ένταλμα έρευνας ή για το κατά πόσον η κατάσχεση όλων των εγγράφων και των υπολογιστών ήταν αναγκαία για την έρευνα. Επιπλέον, τα κατασχεθέντα αντικείμενα φυλάσσονταν από τις αρχές και ο προσφεύγων δεν είχε ακόμη πρόσβαση σε αυτά. Τέλος, ένα μόνο άτομο, ο εισαγγελέας Ι.Δ., είχε διεξαγάγει προκαταρκτική έρευνα εναντίον του κ. Λεωτσάκου και είχε εκδώσει ένταλμα έρευνας και κατάσχεσης εναντίον του. Στη συνέχεια, όταν ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη νομιμότητα αυτών των μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου, ο ίδιος Εισαγγελέας που ήταν υπεύθυνος για την υπόθεση υπέβαλε πρόταση στο Δικαστήριο, το οποίο την ενέκρινε, αποδεχόμενο όλους τους ισχυρισμούς του Εισαγγελέα και χωρίς να ακούει τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος, καθώς αυτό δεν προβλεπόταν στο εσωτερικό δίκαιο.
Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα διαδικαστικά παραπτώματα ήταν τέτοια ώστε η έρευνα και η κατάσχεση που πραγματοποιήθηκαν στο δικηγορικό γραφείο δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ανάλογα προς την επιδίωξη των νόμιμων σκοπών στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός της οικίας κάποιου.
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.034 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες(επιμέλεια echrcaselaw.com).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου