Ο Κώστας Παπαδάκης κάνει έναν αναλυτικό απολογισμό για όσα έγιναν το 2022 σε νομοθετικό επίπεδο, στο επίπεδο της αστυνομικής βίας και καταστολής, σε δικαστικό επίπεδο με την πλήρη ατιμωρισία των αστυνομικών, αναφέρεται στις εκλογές της ΕΝΔΕ και την επαναφορά της συντηρητικής παράταξης, και στις επικείμενες συγκρούσεις του 2023.
Ο
χρόνος που φεύγει υπήρξε χρόνος πολύ σκληρής αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις
της εξουσίας και τις δυνάμεις του κινήματος. Συνέχισε την δυναμική της
προηγούμενης χρονιάς και ανέδειξε ισχυρές προωθήσεις και στις δύο πλευρές,
υψώνοντας ακόμα περισσότερο το αμοιβαίο φορτίο για την χρονιά που έρχεται.
Αξίζει τον κόπο και μάλλον επιβάλλεται και πάλι μια ανασκόπηση-απολογισμός σε
όσα συνέβησαν στην διάρκεια του, η συναγωγή συμπερασμάτων, ο προσανατολισμός
και η εκπόνηση επιδιώξεων και διεκδικήσεων για τον επόμενο χρόνο. Το 2022
συνεχίστηκε η ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης Ν.Δ. και των δυνάμεων της
εξουσίας που την στηρίζουν. Η επίθεση αυτή εκδηλώθηκε σε όλα τα πεδία. Στο νομοθετικό πεδίο συνεχίστηκε η
επιδρομή των προηγούμενων ετών και προστέθηκε μια σειρά νόμων με τους οποίους η
κυβέρνηση προσπάθησε να θωρακίσει την εξουσία απέναντι στο κίνημα. Τέτοιοι
νόμοι είναι :
Ο
ν. 4908/2022 (ΦΕΚ 52/Α/11-03-2022), άρθρο 72, με τον οποίο επωφελούμενη
αυτήν την φορά από την αποτρόπαια δολοφονία του Άλκη Καμπανού στην Θεσσαλονίκη,
κατάργησε την δυνατότητα μετατροπής, αναστολής και ανασταλτικού
αποτελέσματος της έφεσης σε περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις
του άρθρου 187 ΠΚ, ακόμα κι αν αυτές έχουν πλημμεληματικό
χαρακτήρα. Ας σημειωθεί ότι στην ρύθμιση αυτή έχουν εκφράσει την πλήρη αντίθεση
τους όλοι οι νομικοί και δικηγορικοί φορείς παρά την αφόρητα συντηρητική και
καθεστωτική αντίληψη και συμπεριφορά των
ηγεσιών τους, ενώ οι δικηγόροι όλης της χώρας πραγματοποιούν “στοχευμένη
αποχή”, διαδοχικά παρατεινόμενη τουλάχιστον μέχρι 31.3.2023, απ’ όλα
τα δικαστήρια που δικάζονταν σε 1ο βαθμό υποθέσεις του ΠΚ 187.
Ο ν.
4937/2022 (ΦΕΚ Α
106/02.06.2022,
«Ψηφιοποίηση των διαδικασιών επιδόσεων εγγράφων και αποδέσμευση της Ελληνικής
Αστυνομίας κλπ»), με τον οποίο η κυβέρνηση επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει την
διάλυση των δικαστικών και εισαγγελικών υπηρεσιών, που εδώ και χρόνια
υπολειτουργούν εξαιτίας της έλλειψης προσλήψεων, της διατήρησης εκατοντάδων
οργανικών κενών και της πλήρους αδυναμίας εξυπηρέτησης του πολίτη, καθιερώνοντας
συλλήβδην τις ψηφιακές επιδόσεις, αντί της επίδοσης εγγράφων με δικαστικό
επιμελητή, όπως προβλεπόταν στην Ποινική Δικονομία.
Ήταν
μάλιστα τόση η βιασύνη της να τα πραγματοποιήσει άμεσα και να απαλλάξει (άρθρο
22) την ΕΛ.ΑΣ. από την υποχρέωση κοινοποίησης εγγράφων, βεβαιώσεων γνησίου
υπογραφής, επικύρωσης αντιγράφων κλπ (Για να κάνει τι άραγε, στον χρόνο που θα
“απελευθερωθεί” ; Για να δέρνει τον κόσμο στις διαδηλώσεις ή για να μεριμνά για
την φύλαξη υψηλών προσώπων ;), ώστε αμέσως δημιουργήθηκε πρόβλημα στις
φυλακές, που η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των κρατουμένων δεν μπορεί
να γίνει από άλλους υπαλλήλους, πλην αστυνομικών, με αποτέλεσμα να καταστήσει αδύνατη
την εξουσιοδότηση των δικηγόρων και την διεξαγωγή δικών και την άσκηση
δικαιωμάτων των δηκατηγορουμένων, αφού δεν υπήρξε σχετική πρόβλεψη, εξαιτίας
της σπουδής με την οποία και αυτό το νομοσχέδιο προωθήθηκε.
Με τον
ίδιο νόμο η κυβέρνηση (άρθρο 29) προέβλεψε επιλεκτικά την μεταγωγή σε
αγροτικές φυλακές όσων έχουν καταδικαστεί για εγκληματική οργάνωση πλην
ισόβιας κάθειρξης, άρα δηλαδή και πάλι πρόκειται για φωτογραφική διάταξη για
όλα τα καταδικασμένα, πλην Ρουπακιά, μέλη της Χρυσής Αυγής (ήδη πολλοί
έχουν μεταχθεί και πριν το νόμο και έχουν αποφυλακισθεί) , ενώ όπως είναι γνωστό
είχε αρνηθεί την εφαρμογή του δικού της νόμου στον Δημήτρη Κουφοντίνα και σε
άλλους κρατούμενους.
Ο ν. 4938/2022 – ΦΕΚ
109/Α/6-6-2022 “Οργανισμός των Δικαστηρίων”, άλλο ένα θεσμικό νομοθέτημα
που προβλήθηκε με τις περγαμηνές της μεταρρύθμισης, αλλά συνάντησε τις αντιδράσεις
δικαστικών, εισαγγελέων, δικηγόρων και πολιτών, κυρίως διότι παρέχει τη
δυνατότητα (άρθρο 2) σύμπτυξης των δικαστικών υπηρεσιών (“δικαστικός
Καλλικράτης”), δίνοντας τη δυνατότητα κατάργησης Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων
ολόκληρων Νομών, πράγμα το οποίο εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει σε ακόμα
περισσότερη καθυστέρηση και αύξηση του κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη,
συγκέντρωση δικηγορικής ύλης στα δικηγορικά γραφεία των πόλων που θα
εξακολουθήσουν να βρίσκονται δικαστήρια, αδυναμία πρόσβασης δικαιοσύνης για
τους φτωχούς και αφανισμός των δικηγορικών γραφείων των άλλων περιοχών.
Ο νόμος
προβλέπει και τη δυνατότητα λειτουργίας δικαστηρίων με τηλεματική (άρθρο 2),
δηλαδή εξ αποστάσεως και διαδικτυακά, πράγμα ΄που καταργεί την αρχή της
αμεσότητας της δίκης.
Αξιοσημείωτη
είναι ακόμα η επιμονή στη διατύπωση ως κριτηρίων