Από την ιστοσελίδα της ΕΠΔΑ. Ο Δημήτρης Σαραφιανός κάνει μια ιστορική αναδρομή στο θεσμό της άσκησης. Αυτά που είπε ίσχυαν και στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Κρήτης. Ουδείς ασκούμενος ή ασκούμενη είχε δικαίωμα αμοιβής, και όλοι ήμασταν υποχρεωμένοι να βρισκόμαστε στο πλευρό του δικηγόρου όλες τις ώρες της δουλειάς. Και επειδή στο Ηράκλειο ανέκαθεν ίσχυε το σπαστό ωράριο, το μεγάλο πρόβλημα εντοπιζόταν τα βράδια όλης της εβδομάδας, που ο ασκούμενος περίμενε πότε θα τελειώσουν τα ραντεβού του δικηγόρου ή η προετοιμασία κάποιας υπόθεσης, για να φύγουν. Και να σημειώσουμε ότι τότε τα δικηγορικά γραφεία ήταν ανοικτά και το πρωί του Σαββάτου. Βασική αρχή ήταν ότι δίπλα στο δικηγόρο μαθαίναμε πως θα γίνουμε και εμείς δικηγόροι, για αυτό ήταν αδιανόητο, όπως προείπα, να ζητήσουμε αμοιβή. Την εποχή εκείνη ένα μεγάλο μέρος της πρακτικής δουλειάς στα δικηγορικά γραφεία (φωτοτυπίες, τακτοποίηση φακέλων, δακτυλογράφηση) έκαναν οι γραμματείς των γραφείων. Τα μεγάλα γραφεία απασχολούσαν συνήθως γραμματείς που γνώριζαν και γραφομηχανή. Αν δεν απασχολούσαν, και ο δικηγόρος δεν γνώριζε να χειρίζεται τη γραφομηχανή, του έγραφαν τα δικόγραφα οι δακτυλογράφοι (γυναίκες συνήθως), που τους πήγαινε τα χειρόγραφα που είχε συντάξει στο γραφείο του. Οι συνθήκες εργασίας βέβαια, παρά το σπαστό ωράριο, ήταν γενικά πολύ καλές, όπως και οι σχέσεις μας με το δικηγόρο που κάναμε άσκηση, και τους άλλους δικηγόρους. Η αμοιβή των ασκουμένων στο Ηράκλειο έχει θεσμοθετηθεί άτυπα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν για τους πολυάσχολους δικηγόρους άρχισε να γίνεται επιτακτική η ανάγκη συνεργασίας τουλάχιστον με έναν άλλο δικηγόρο, και στη συνέχεια με περισσότερους.
Δημοσιοποιούμε την τοποθέτηση του συμβούλου της Εναλλακτικής Δημήτρη Σαραφιανού στην από 27/9/2022 συνεδρίαση του ΔΣ του ΔΣΑ με θέμα τα ζητήματα των ασκουμένων. Την τοποθέτηση του έτερου συμβούλου Θανάση Καμπαγιάννη μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.
ΣΑΡΑΦΙΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Ας ξεκινήσω με το ποια ήταν η κατάσταση το 1985 και το 1987 που βγήκαμε εμείς, ως Ασκούμενοι. Δεν υπήρχε κανένα απολύτως δικαίωμα και παίρναμε τηλέφωνα τους Δικηγόρους και ρωτάγαμε, με τι όρους θα δουλέψουμε, και η απάντηση ήταν “όπως καταλαβαίνετε, θα ΄ρθείτε εδώ και θα δουλεύετε από το πρωί μέχρι το βράδυ, γιατί, έτσι δουλεύουμε εμείς οι Δικηγόροι». Τι αμοιβή θα παίρνουμε; «Μα εδώ θα σας μάθουμε, τι αμοιβή να πάρετε»; Και φυσικά το επόμενο ερώτημα ήτανε, “αν τη στολή των φυλακισμένων θα τη φέρναμε εμείς, μαζί με τη μπάλα ή θα την προσέφερε το γραφείο”.
Τι μεσολάβησε και σε (5), πέντε χρόνια, το 1992, πήραμε την πρώτη απόφαση για κατοχύρωση κατώτατου μισθού στους Ασκούμενους Δικηγόρους; Θα το θυμάται και ο κύριος Πρόεδρος, μεσολάβησε, ότι φτιάχτηκε η Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων που τότε, είχε ακριβώς σαν σκοπό να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα αυτών, που δεν είχανε κανένα δικαίωμα. Και για να το πετύχουμε αυτό βάλαμε στην Ένωση και τους Δικηγόρους μέχρι 5ετίας για να μπορεί να υπάρχει συνδικαλιστική έκφραση, γιατί, αλλιώς σε ενάμιση χρόνο δεν προλαβαίνεις να διεκδικήσεις τίποτα. Αυτή ήταν η κατάσταση. Και από το 1992 μέχρι το 2006, έχουνε μεσολαβήσει περί τις (6), έξι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, με τις οποίες αυξανότανε ο κατώτατος μισθός. Φτάνοντας στο 2006, όπου παίρνουμε την απόφαση, όχι απλώς να αυξήσουμε το ποσό στα 600 ευρώ για τον Ασκούμενο, αλλά να συνδέσουμε την αμοιβή του Εμμίσθου Συνεργάτη με τον ν. 1093/80. Δηλαδή, με τις αμοιβές των Δικηγόρων που εργάζονται στο δημόσιο τομέα. Κι άρα να κατοχυρωθεί με αυτόν τον τρόπο όλο το πλαίσιο των δικαιωμάτων και στην καταβολή των 2/3 των Ασφαλιστικών Εισφορών από τον εργοδότη και όλων των υπολοίπων δικαιωμάτων, που κατοχύρωνε για τον Έμμισθο Δικηγόρο ο 1093 του ΄80. Δηλαδή, και 14 μισθούς και προμήνυση για καταγγελία και αποζημίωση απολύσεως.
Αυτή ήταν η ρύθμιση μέχρι το 2013. Ποιο ήταν το ζήτημα που υπήρχε και τότε; Ότι δεν υπήρχε κανένας έλεγχος. Ότι δεν υπήρχε καμία διάθεση από το Δικηγορικό Σύλλογο και από τις Διοικήσεις του να συγκροτήσουν έναν μηχανισμό ελέγχου. Και φυσικά, αν δεν συγκροτήσεις μηχανισμούς ελέγχου δεν πρόκειται πραγματικά ποτέ, όλες αυτές οι αποφάσεις που παίρνεις εδώ στο τραπέζι, να εφαρμοστούν και θα παραμένεις απλώς στη λογική «Να, Παιδιά εμείς πήραμε αυτές τις αποφάσεις» και αμαρτίαν ουκ έχουμε.
Τι όμως μεσολάβησε από το 2013 και μετά; Μεσολάβησε ο Κώδικας περί Δικηγόρων, ο οποίος, πανηγυρικά υποστηρίχτηκε από τις κυρίαρχες παρατάξεις στο Δικηγορικό Σύλλογο. Ο Κώδικας περί Δικηγόρων κατήργησε, ό,τι απόφαση είχαμε πάρει, προβλέποντας, με το άρθρο 13 παρ. 10, ότι θα ρυθμιστεί νομοθετικά ο μισθός του Ασκουμένου και είδαμε πόσο ρυθμίστηκε όλα αυτά τα 9 χρόνια και με το άρθρο 48, ότι οι Έμμισθοι Συνεργάτες δεν έχουν κανένα απολύτως δικαίωμα. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Τώρα, τι πρέπει και τι θέλουμε να κάνουμε; Υπάρχει πραγματικά, ο οποιοσδήποτε λόγος να πιστεύει κανένας, ότι οι Ασκούμενοι, αυτήν τη στιγμή εργάζονται ως μαθητευόμενοι; Εργάζονται ως κακοπληρωμένοι υπάλληλοι, αυτή είναι η πραγματικότητα. Τους αναθέτουμε να χειριστούνε υποθέσεις; Γιατί, αν ο Δικηγόρος, δεν πάρει υπόθεση – φάκελο στα χέρια του να χειριστεί πελάτη και υπόθεση, δεν πρόκειται να μάθει Δικηγορία. Νομικά, έχει μάθει στο Πανεπιστήμιο. Τι τους μαθαίνουμε; Τους μαθαίνουμε να τρέχουνε από Γραμματεία σε Γραμματεία, στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν εξακολουθούμε “να τους τρέχουμε για κοτόπουλα”, όπως ειπώθηκε προηγουμένως. Τους μαθαίνουμε λοιπόν, να είναι κακοπληρωμένοι υπάλληλοι. Αυτό, τους μαθαίνουμε. Χρειάζεται, να διατηρήσουμε αυτό το καθεστώς; είναι αυτό “Δικηγόροι εν αναμονή”; Όχι, είναι “κακοπληρωμένοι υπάλληλοι εν αναμονή”. Χρειάζεται, να διατηρήσουμε αυτό το καθεστώς, εφόσον θεωρούμε, ότι πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε σαν Δικηγόρους, μελλοντικούς Συναδέλφους; Όχι, και πρέπει να καταργηθεί. Αυτή είναι η πραγματικότης.
Από εκεί και πέρα, υπάρχει η ανάγκη μέχρις ότου γίνει αυτό, που απαιτεί νομοθετική ρύθμιση, να ρυθμιστούν τα ζητήματα που σχετίζονται με τα εργασιακά τους δικαιώματα; 1000% υπάρχει. Και συμφωνώ με όλες τις προτάσεις, οι οποίες, ακούστηκαν εδώ και που μίλησαν για κατώτατο μισθό, αν και δεν καταλαβαίνω, με ποια λογική θεωρούμε, ότι ένας Δικηγόρος Επιστήμονας θα πρέπει να παίρνει αμοιβή κατώτερη από αυτή, την οποία δικαιούται ο υπάλληλος και ο οποίος κάνει ακριβώς την ίδια εργασία μ΄ έναν υπάλληλο. Δεν θα πω μ’ έναν ανειδίκευτο εργάτη που είναι ακόμα περισσότερα τα λεφτά. Θα πω υπάλληλο. Τη δουλειά υπαλλήλου κάνει ο Ασκούμενος κι αν ακολουθούσαμε την αρχή “ίση αμοιβή για ίση εργασία”, θα έπρεπε να παίρνει τον κατώτατο μισθό και φυσικά όλα τα υπόλοιπα δικαιώματα, τα κοινωνικοασφαλιστικά, τη δυνατότητα αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας κ.τλ., κ.τλ., με ό,τι προβλέπεται αντιστοίχως.
Το ερώτημα, το οποίο, τίθεται είναι: Αυτό, πρέπει να γίνει μόνο με Νομοθετική ρύθμιση γιατί αλλιώς δεν ισχύει; Αυτό, είναι, το οποίο τέθηκε σε προηγούμενες τοποθετήσεις. Αν ίσχυε αυτό, η όλη συζήτηση, που κάνουμε αυτήν τη στιγμή ή είναι παντελώς ανώφελη ή είναι η πρότασή μας για Νομοθετική ρύθμιση και συνεπώς, μέχρι τότε εξακολουθεί και παραμένει αυτό το άθλιο καθεστώς. Να πάρουμε απόφαση ο καθένας μας εδώ και να πει, ότι ναι, έτσι, είναι τα πράγματα. Ότι ως Δικηγορικός Σύλλογος δεν μπορούμε να πάρουμε απόφαση για ένα θέμα, το οποίο, παραμένει αρρύθμιστο από το Νομοθέτη και άρα συνεπώς εμείς έχουμε τα χέρια μας δεμένα.
Εμένα, η άποψή μου, είναι ακριβώς η αντίθετη. Ο Δικηγορικός Σύλλογος, έχει δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις και οι αποφάσεις αυτές, τις οποίες, λαμβάνει για τα μέλη του είναι δεσμευτικές. Κι αν δεν θέλουμε να πάρουμε απλώς, πάλι μια απόφαση μέσα σ’ αυτές τις έξι που έχουμε πάρει (έχω βαρεθεί να τις ψηφίζω, γιατί, τις έχω ψηφίσει όλες, απ’ ότι θυμάμαι) είναι, να πάρουμε την απόφαση, ότι η Επιτροπή Ασκουμένων, θα έχει το δικαίωμα να κάνει κανονικό έλεγχο. Θα είναι η Επιθεώρηση εργασίας του Δικηγορικού Συλλόγου. Και όποιος δεν συμμορφώνεται με την όποια απόφαση πάρουμε θα υποστεί πειθαρχική δίωξη. Γιατί ή παίρνουμε αποφάσεις και τις επιβάλλουμε ή δεν έχουμε κανένα λόγο απολύτως να συζητάμε και να παριστάνουμε, ότι είμαστε Διοικητικό Συμβούλιο Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, που έχει το δικαίωμα να λαμβάνει αποφάσεις.
Λοιπόν, τελευταίο θέμα. Καταλαβαίνω όλη τη συζήτηση, που γίνεται για το θέμα υπάλληλος, εξαρτημένη εργασία, μη εξαρτημένη εργασία κ.τλ.. Το θέμα σε όλην αυτήν την υπόθεση είναι το εξής: Έχουμε μια πραγματικότητα άθλιας εξαρτημένης εργασίας, αυτό έχουμε στο χώρο της Δικηγορίας, η οποία, παραμένει αρρύθμιστη και όχι μόνο για τους Ασκούμενους, αλλά και για τους Έμμισθους Συνεργάτες και το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο θέλουμε να τη ρυθμίσουμε. Δηλαδή, αν θέλουμε να την αναγνωρίσουμε ως τέτοια και να τυποποιήσουμε και το Διευθυντικό δικαίωμα που έχει ο εργοδότης. Θέλουμε να έχει αυτό το νομικό δικαίωμα απέναντι στο Δικηγόρο ή όχι; Να τα συζητήσουμε και να πάρουμε, την όποια απόφαση έχουμε να πάρουμε. Γιατί, νομοθετική κατοχύρωση του Διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη απέναντι στο Δικηγόρο έχει και συγκεκριμένες έννομες συνέπειες. Μπορούμε, αντίθετα να συζητήσουμε για τη ρύθμιση του καθεστώτος και των Εμμίσθων και των Ασκουμένων με την εφαρμογή αντιστοίχων διατάξεων, όπως ήταν αυτές του 1093 του ΄80; Εκεί θα εξυπηρετήσουμε τους Συναδέλφους μας. Η άλλη αντίληψη, που λέει, ότι, δεν μπορούμε, διότι, μ’ αυτόν τον τρόπο κάποιοι Δικηγόροι δεν θα έχουν να τους πληρώσουν, την ακούω, την καταλαβαίνω, το συναισθάνομαι, όλοι είμαστε σε δύσκολη κατάσταση οικονομική, εκτός από τις μεγάλες Δικηγορικές Εταιρείες.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (ΒΕΡΒΕΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ): Οι οποίες, ως επί τον πλείστον πληρώνουνε τα 600 ευρώ.
ΣΑΡΑΦΙΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Τα 600 πληρώνουνε. Αυτά που θα έπρεπε να πληρώνουνε στον Έμμισθο Συνεργάτη, συνήθως, δεν τα πληρώνουνε. Και φυσικά εκεί, δεν υπάρχει καμία αντίληψη, περί του να υπάρχει ανώτατος αριθμός ωρών εργασίας εβδομαδιαίος. Λοιπόν, το ερώτημα, το οποίο, θέτω εγώ, για να τελειώσω, για να μην καταχραστώ άλλο το χρόνο, είναι το εξής: συζητάμε για το Δικηγόρο, ο οποίος, δεν έχει να πληρώσει, ναι, κατανοητό. Αυτός, ο οποίος, δεν έχει και δεν μπορεί να πληρώσει τον Ασκούμενο, δεν θα απασχολήσει Ασκούμενο. Διότι, αν δεν μπορεί, θα κάνει τις δουλειές του μόνος του.
Διότι ή θα πούμε, ότι αυτό το επάγγελμα κάποτε θα βάλει κάποιες ρυθμίσεις αξιοπρέπειας για το σύνολο αυτών, που απασχολούνται ως Δικηγόροι ή ως μελλοντικοί Δικηγόροι, εφόσον θέλουμε να τους χαρακτηρίζουμε με αυτόν τον τρόπο ή θα πούμε, ότι, όχι κύριοι θα είμαστε ένα επάγγελμα, το οποίο, θεσμοποιημένα θα εξασφαλίζει την αναξιοπρέπεια και για τα μέλη του και για τα μελλοντικά του μέλη. Εγώ, ευχαριστώ πάρα πολύ, τέτοιου είδους επάγγελμα, δεν θέλω να το ενισχύω με τις αποφάσεις μου, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου