(της Μαρίας Φραντζικινάκη)
Στις 27.3.2015 ο Δ.Σ.Η. και ο Λ.Ε.Α.Δ.Η. διοργάνωσαν μία πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ανδρέα Δημητρόπουλο, με θέμα «Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του δικαιούχου μετά την συντέλεση της Απαλλοτρίωσης – Κρίσιμος χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης στο Εφετείο». Πρόκειται για ένα θέμα που έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, ενόψει και της οικονομικής κρίσης, τόσο τον κύκλο των νομικών όσο και ένα μεγάλο αριθμό δικαιούχων αποζημίωσης απαλλοτριουμένων ακινήτων. Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2001, τέθηκε προκειμένου να παράσχει πρόσθετη προστασία στους φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, προκειμένου σε περιπτώσεις καθυστέρησης πέραν του χρόνου να λαμβάνουν περισσότερη αποζημίωση και το κράτος να μην μπορεί να καθυστερεί ακόμη περισσότερο, όταν υπάρχει καθοδική πορεία στις τιμές των ακινήτων και να ωφελείται από αυτή την καθυστέρηση. Η αντίθετη εκδοχή, θα ερχόταν σε αντίθεση με βασικές συνταγματικές αρχές και τη διάταξη του άρθρου 1 εδ. α του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που προστατεύει την περιουσία στην ευρύτερη δυνατή έννοιά της. Επομένως, σύμφωνα με το αληθές περιεχόμενο της ρύθμισης, κατά τη συσταλτική ερμηνεία της, η διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 εδ. β εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης και όχι και σε περιπτώσεις υποτίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων. Επίσης, τονίστηκε ότι απαγορεύεται η μείωση της αποζημίωσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, που πραγματοποιείται με την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης. Η αποζημίωση για να είναι πλήρης, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αξία, την οποία είχε το απαλλoτριoύμενo, κατά το χρόνο της συζήτησης του προσωρινού προσδιορισμού. Οποιαδήποτε μείωση της αξίας του ακινήτου επέλθει μετά την καταβολή της προσωρινώς ορισθείσης αποζημίωσης και πριν από τον οριστικό προσδιορισμό δεν επηρεάζει το ύψος της αποζημίωσης. Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι σε κάθε περίπτωση η όλη διαδικασία μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης δεν αρχίζει και πάλι εκ του μηδενός, αλλά συνεχίζεται. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι δεν μπορεί πλέον να ορισθεί νέα αποζημίωση, αλλά μόνο αποζημιωτικό συμπλήρωμα και ο χρόνος υπολογισμού του δεν συνιστά, κατά κυριολεξία, νέο κρίσιμο χρόνο, αλλά χρόνο προσδιορισμού του αποζημιωτικού συμπληρώματος. Την εκδοχή αυτή υιοθετεί ρητά και ο νομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 9 του ν. 2882/2001 κατά την οποία: «Αν η απόφαση του εφετείου εκδοθεί μετά τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η τυχόν επιπλέον αποζημίωση ….. .Στην περίπτωση που μετά τον κρίσιμο χρόνο, επήλθε υποτίμηση του απαλλοτριουμένου, το Εφετείο θα προβεί στην εκτίμησή του βασιζόμενο στα πραγματικά οικονομικά στοιχεία κατά τον χρόνο του προσωρινού προσδιορισμού και θα καθορίσει βασιζόμενο στα στοιχεία αυτά το κατά την κρίση του ύψος της οριστικής αποζημίωσης. Αν εν τω μεταξύ επήλθε ανατίμηση θα υπολογίσει την κατά τον χρόνο του οριστικού προσδιορισμού επιπλέον αποζημίωση. Συνεπώς, η πρακτική του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης τα τελευταία χρόνια να ορίζει ως οριστική αποζημίωση απαλλοτρίωσης εξευτελιστικά χαμηλότερη από αυτή που είχε οριστεί ως προσωρινή, αντίκειται στην πρόθεση του νομοθέτη, δημιουργώντας ανυπέρβλητα εμπόδια στην πράξη, όπως επιστροφή αποζημιώσεων, δικαστικών δαπανών κλπ και καθιστώντας επιτακτική την αναθεώρηση της πρακτικής αυτής.
Στις 27.3.2015 ο Δ.Σ.Η. και ο Λ.Ε.Α.Δ.Η. διοργάνωσαν μία πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ανδρέα Δημητρόπουλο, με θέμα «Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του δικαιούχου μετά την συντέλεση της Απαλλοτρίωσης – Κρίσιμος χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης στο Εφετείο». Πρόκειται για ένα θέμα που έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, ενόψει και της οικονομικής κρίσης, τόσο τον κύκλο των νομικών όσο και ένα μεγάλο αριθμό δικαιούχων αποζημίωσης απαλλοτριουμένων ακινήτων. Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2001, τέθηκε προκειμένου να παράσχει πρόσθετη προστασία στους φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, προκειμένου σε περιπτώσεις καθυστέρησης πέραν του χρόνου να λαμβάνουν περισσότερη αποζημίωση και το κράτος να μην μπορεί να καθυστερεί ακόμη περισσότερο, όταν υπάρχει καθοδική πορεία στις τιμές των ακινήτων και να ωφελείται από αυτή την καθυστέρηση. Η αντίθετη εκδοχή, θα ερχόταν σε αντίθεση με βασικές συνταγματικές αρχές και τη διάταξη του άρθρου 1 εδ. α του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που προστατεύει την περιουσία στην ευρύτερη δυνατή έννοιά της. Επομένως, σύμφωνα με το αληθές περιεχόμενο της ρύθμισης, κατά τη συσταλτική ερμηνεία της, η διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 εδ. β εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης και όχι και σε περιπτώσεις υποτίμησης των απαλλοτριουμένων ακινήτων. Επίσης, τονίστηκε ότι απαγορεύεται η μείωση της αποζημίωσης μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, που πραγματοποιείται με την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης. Η αποζημίωση για να είναι πλήρης, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αξία, την οποία είχε το απαλλoτριoύμενo, κατά το χρόνο της συζήτησης του προσωρινού προσδιορισμού. Οποιαδήποτε μείωση της αξίας του ακινήτου επέλθει μετά την καταβολή της προσωρινώς ορισθείσης αποζημίωσης και πριν από τον οριστικό προσδιορισμό δεν επηρεάζει το ύψος της αποζημίωσης. Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι σε κάθε περίπτωση η όλη διαδικασία μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης δεν αρχίζει και πάλι εκ του μηδενός, αλλά συνεχίζεται. Αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι δεν μπορεί πλέον να ορισθεί νέα αποζημίωση, αλλά μόνο αποζημιωτικό συμπλήρωμα και ο χρόνος υπολογισμού του δεν συνιστά, κατά κυριολεξία, νέο κρίσιμο χρόνο, αλλά χρόνο προσδιορισμού του αποζημιωτικού συμπληρώματος. Την εκδοχή αυτή υιοθετεί ρητά και ο νομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 9 του ν. 2882/2001 κατά την οποία: «Αν η απόφαση του εφετείου εκδοθεί μετά τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η τυχόν επιπλέον αποζημίωση ….. .Στην περίπτωση που μετά τον κρίσιμο χρόνο, επήλθε υποτίμηση του απαλλοτριουμένου, το Εφετείο θα προβεί στην εκτίμησή του βασιζόμενο στα πραγματικά οικονομικά στοιχεία κατά τον χρόνο του προσωρινού προσδιορισμού και θα καθορίσει βασιζόμενο στα στοιχεία αυτά το κατά την κρίση του ύψος της οριστικής αποζημίωσης. Αν εν τω μεταξύ επήλθε ανατίμηση θα υπολογίσει την κατά τον χρόνο του οριστικού προσδιορισμού επιπλέον αποζημίωση. Συνεπώς, η πρακτική του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης τα τελευταία χρόνια να ορίζει ως οριστική αποζημίωση απαλλοτρίωσης εξευτελιστικά χαμηλότερη από αυτή που είχε οριστεί ως προσωρινή, αντίκειται στην πρόθεση του νομοθέτη, δημιουργώντας ανυπέρβλητα εμπόδια στην πράξη, όπως επιστροφή αποζημιώσεων, δικαστικών δαπανών κλπ και καθιστώντας επιτακτική την αναθεώρηση της πρακτικής αυτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου