(αναδημοσίευση από τα Χανιώτικα Νέα)
http://www.haniotika-nea.gr/file-entem-ke-istoria-tou/
εννοούμεν άσματα εκπηγάσαντα
αμέσως εξ ιστορικών γεγονότων
ή περιστάσεων και προορισμένα να
τραγουδιούνται υπό του λαού»
Johann Ludwig Uhland
(1787 – 1862)
Γερμανός ποιητής, φιλόλογος,
ιστορικός λογοτεχνίας, νομικός και πολιτικός
Το πασίγνωστο “Φιλεντέμ” ήταν παλαιότερα πολύ αγαπητό και τραγουδιόταν στα Χανιά ακόμη από τη δεκαετία του 1910, όπως μας πληροφορεί ο Μίνως Νικολακάκης στο βιβλίο του «Παλιά Χανιά» (Αθήναι 1961). Εξ άλλου, ο Βρετανός φιλέλληνας και ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής Πάτρικ Λη Φέρμορ είχε λάβει από τους Κρητικούς το παρα- τσούκλι «ο Φιλεντέμ», από την αγάπη του σ’ αυτό το τραγούδι, ενώ και μια αμερικανική κινηματογραφική ταινία (ελληνικός τίτλος «Συνάντηση τα μεσάνυχτα»), με θέμα την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράϊπε, στην οποία απαγωγή πρωταγωνίστησε ο Λη Φέρμορ, είχε μουσικό σήμα το “Φιλεντέμ”, διασκευασμένο.
Η αφήγηση που ακολουθεί πιστεύω πως θα βοηθήσει να ερμηνευθούν οι απορίες, να αρθούν οι πλάνες και να πάρει το “Φίλε-εντέμ” τη θέση που του ανήκει πλάι στα ωραιότερα μνημεία του κρητικού λόγου.
Ο παππούς μου Σταύρος Αναγνώστης – Κλάδος (1863 -1954), πολύ ψηλός, στεγνός και ευθυτενής, παρά τα χρόνια του, με την κρητική βράκα, το γιλέκο και τα στιβάνια, πολλές φορές τα βράδια, πριν να ξαπλώσει μου φώναζε: έλα παιδί μου να μου βοηθήσεις να βγάλω τα στιβάνια μου. Παιδάκι εγώ 10-12 χρονών, τραβούσα το στιβάνι από την πίσω μεριά, από το «κουφέτο», έσπρωχνε κι αυτός με την κατσούνα την μπροστινή μεριά από το καπάκι. Μια από τις πολλές, είδα στην αριστερή του γάμπα μια ουλή όσο ένα καρύδι.
– Πώς εχτύπησες παππού;
– Όντε νε πολιορκούσαμε τσοι Τούρκους εις το Βάμο το Μάη του ’96, ετραυματίστηκα. Τσοι ’χαμε μπλοκαρισμένους και τσοι κατακόβαμε, αλλά ήρθε ο «Ξεκατινιάρης» από τη θάλασσα, απού τη μπάντα του Τσιβαρά και μας έπαιξε με τα κανόνια του.
– Τι ήτανε ο «Ξεκατινιάρης», παππού;
– Ένα τούρκικο πολεμικό πλοίο, παλιό, το «Ιτζεδίν». 1
Εμείς το λέγαμε «Ξεκατινιάρη» γιατί έγερνε. Αλλά είχε το παντέρμο γερά κανόνια και μας εξέκαμε. Εσκοτωθήκανε ετότες ο Σταύρος ο Δόκιμος, αδερφικός μου φίλος και ο Σταύρος ο Μπικουβάρης. Τρεις Σταυρίδες ήμαστε Ασκυφιώτες, δίπλα ο ένας στον άλλο, εσκοτώθηκαν οι δύο και εγώ ετραυματίστηκα. Ετραυματιστήκανε κι άλλοι. Μας εσηκώσανε και μας επήγανε στην πίσω μεριά, άλλος ήτανε βαρύτερα, άλλος αλαφρότερα. Ετρέξανε και ήρθανε γυναίκες, εσκίζανε πανιά και μας επιδένανε και ’μεις ετραγουδούσαμε, το «Φίλε-εντέμ».
«Βασιλέα της Ελλάδος βάλε
την υπογραφή η Ελλάδα να νικήσει και το αίμα ας χυθεί φίλε-εντέμ – φίλε-εντέμ»».
– Τι πάει να πει παππού «Φίλε-εντέμ»;
– Θα σου πω παιδί μου…
Μόλις άρχιξε η επανάσταση εφέρανε οι Τούρκοι στρατό στην Κρήτη, οπλίσανε τσοι τουρκοκρητικούς και εσφάζανε τσοι χριστιανούς μέσα στα Χανιά και στα χωριά. Στο Ρέθεμνος εσφάξανε και τσοι καλογέρους σ’ ένα Μοναστήρι. Έμπεψε κι ο Κούντουρος ο Αρχηγός της επανάστασης χωριανός μας Ασκυφιώτης ήτανε – μια γραφή στο Ελληνικό Βασίλειο να στείλει στρατό και βοήθεια. Εξεσηκώθηκε η Αθήνα με τα συλλαλητήρια κι έβγαλε η κυβέρνηση διάταγμα να ’ρθει ένα σύνταγμα στην Κρήτη. Βγαίνει κι ο Τούρκος στρατηγός ο Ετέμ και εφοβέριζε πως ανέ στείλει η Ελλάδα στρατό στην Κρήτη, θα κατέβει από τη Θεσσαλία όπου ήτανε τότε τα σύνορα και «θα πιεί τον καφέ του στο καφενείο του Ζαχαράτου στην Πλατεία στο Σύνταγμα.2
Με τσι φοβέρες ο Βασιλειάς εκώλωσε, εκόρμιασε και δεν ήθελε να υπογράψει το διάταγμα. Ετότες κι εμείς απαντήσαμε τσι φοβέρες του Τούρκου στρατηγού με το «Φίλε-Εντέμ».
«Βασιλέα της Ελλάδος βάλε την υπογραφή…».
Και σαν έχει την όρεξη για καφέ ας έρθει «ο φίλος μας» ο ΕΤΕΜ…
Το «Φίλε-εντέμ» το λέγαμε κι όντανε μπλοκάραμε τσοι Τούρκους στον Πύργο στη Μαλάξα. Ήτανε το τραγούδι μας, το τραγούδι της επανάστασης. Το λέγαμε και τούρκικα για να μπιζικάρομε (να προκαλούμε) τσοι Τούρκους».
«Θυμάσαι παιδί μου Κατίνα πως ελέγαμε το «Φίλε-εντέμ» στα τούρκικα;», λέει στην κόρη του.
Η θεία μου η Κατίνα, ήτανε και κολλυβοδασκάλα. Το είπε στα τούρκικα3 αλλά δε μου μείνανε παρά δύο λέξεις: «Χουριέτ» και «Ανταλέτ». «Χουριέτ» (Hürriyet) σημαίνει Ελευθερία και «Aνταλέτ» (Adalet) σημαίνει Δικαιοσύνη.
Αλλά ποιος ήταν αυτός ο σκληρός πασάς, ο Ετέμ;
Ο Ετέμ Πασάς (τουρκ. Ethem Paşa, 1851 – 1909) υπήρξε Τούρκος Στρατιωτικός και Πολιτικός κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ετέμ Πασάς γεννήθηκε στη Σαμψούντα το 1851. Στην αρχή ως στρατιωτικός σπούδασε στο Παρίσι στη στρατιωτική Ακαδημία του Σαιν Συρ. Μετά την αποφοίτησή του (1849) επανήλθε και διορίσθηκε υπασπιστής του Σουλτάνου Αμπτούλ Μετζήτ και αργότερα αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του.
Το 1856 υπέπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου και αποσύρθηκε της ενεργού υπηρεσίας για να επανέλθει σ’ αυτήν το 1860, οπότε και διορίσθηκε υπουργός των Εξωτερικών, το 1864 υπουργός Εμπορίου, διοικητής μεραρχίας στην πολιορκία του Πλέβεν το 1877 και το 1878 Πρέσβης στο Βερολίνο.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1879 υπηρέτησε με τον βαθμό του συνταγματάρχη ως αρχηγός ταξιαρχίας. Μετά τον πόλεμο αυτόν προήχθη στο βαθμό του στρατηγού και διετέλεσε για λίγο πρέ- σβης στη Βιέννη και στη συνέχεια Βαλής (Κυβερνήτης) στην Κρήτη και ακολούθως Βαλής στο Κόσοβο.
Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι ο Βασιλιάς υπέγραψε τελικά το διάταγμα και ήρθε στην Κρήτη ο Τιμολέων Βάσος με ένα Σύνταγμα. Η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα το 1897.
Το έτος αυτό ο Ετέμ Πασάς, ορισμένος ως Βαλής (Διοικητής) της Κρήτης, μετά την κατάληψη του φρουρίου των Βουκολιών, ανέπτυξε τα στρατεύματά του, 4.000 στρατιώτες, γύρω από το στρατόπεδο των Λιβαδιών, που του έδινε κάλυψη το πυροβολικό που είχε εκεί. Ο Βάσος κινήθηκε με τους άντρες του και τους άτακτους Κρήτες κατά του στρατοπέδου, δίνοντας διαταγή σε όλες τις μονάδες να μετακινούνται συνέχεια για να μην μπορούν να γίνουν στόχος του πυροβολικού.
Με αυτή την τακτική, με τον Ετέμ να τον κυνηγάει λόγω των διπλάσιων δυνάμεων του, με περίπλοκους στρατιωτικούς ελιγμούς, στο τέλος της ημέρας, το τάγμα πεζικού του Βάσου βρέθηκε, μέσα στο στρατόπεδο των Τούρκων, που υποχώρησαν προς τα Χανιά με βαρύτατες απώλειες (600 νεκροί και τραυματίες).
Αλλά κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Ετέμ ορίσθηκε να ηγηθεί ως αρχιστράτηγος των τουρκικών στρατευμάτων στη Θεσσαλία. Πριν σταλεί στη Θεσσαλία ήταν διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που κατέστειλαν με τρομερές σφαγές την εξέγερση των Αρμενίων στην ορεινή περιοχή του Ζεϊτούν στην Κιλικία.
Ο δε Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμήτ Β’ του απένειμε κατόπιν τον τίτλο του Γαζή (=νικητού των απίστων) και τον περιέβαλε με αποτέλεσμα να αναλάβει Υπουργός Πολέμου. Επίσης του είχε παραχωρήσει ιδιαίτερο περίπτερο μέσα στ’ ανάκτορα του Γιλντίς και να διαμένει μόνιμα (περισσότερο όμως για να τον παρακολουθεί λόγω της πολύ μεγάλης δημοτικότητάς του από τον νικηφόρο πόλεμο).
Ο Ετέμ παρέμεινε κοντά στον Χαμήτ Β’ μέχρι της πτώσης του και την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων με το οποίο ήταν αντίθετος, οπότε εγκατέλειψε την Κωνσταν- τινούπολη και μετέβη στο Κάιρο όπου και πέθανε το 1909.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Κρήτη και οι εξελίξεις στο Νησί, οι επαναστάσεις, οι σφαγές, οι αγώνες των Κρητών για την απελευθέρωση από τους Τούρκους και στη συνέχεια, για την ένωση με την Ελλάδα, ήταν από τα αγαπημένα θέματα του μεγάλου σατιρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή.
Με τους στίχους του είτε στις διάφορες εφημερίδες ή περιοδικά που συνεργάστηκε μέχρι το 1883 («Ασμοδαίος», «Μή χάνεσαι», [που εξέδιδε ο Βλάσσης Γαβριηλίδης πριν την «Ακρόπολι»], και «Ραμπαγάς») είτε, κυρίως, στο δικό του σατιρικό έντυπο, τον περίφημο «Ρωμηό», που κυκλοφόρησε το 1883, υμνούσε πολύ συχνά το νησί και τους αγωνιζόμενους κατοίκους του, καυτηρίαζε την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων που δεν είχαν ως εθνικό στόχο την επίλυση του κρητικού ζητήματος, και με σκληρή γλώσσα σχολίαζε τη στάση των μεγάλων δυνάμεων, ενώ φυσικά στο στόχαστρό του πολύ συχνά έμπαινε η τουρκική πολιτική.
Χαρακτηριστικό του γεγονότος ότι οι εξελίξεις στην Κρήτη ήταν στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός του είναι ότι σ’ όλα τα φύλλα του «Ρωμηού» του 1898, κάτω από τον τίτλο, και στην προμετωπίδα της εφημερίδας, υπήρχε το επίγραμμα:
Έτος χίλια κι οκτακόσια κι εννενήκοντα κι οκτώ, / τον Ετέμ – Πασσά για δώρο σάς χαρίζω διαλεκτό.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, ο συγκλονιστικός στίχος του Φιλεντέμ που τραγουδούσαν οι τραυματίες επαναστάτες την ώρα της μάχης, «Η Ελλάδα να νικήσει και το αίμα ας χυθεί…» ξεχάστηκε. Ο σκοπός του πρώτου τραγουδιού ήταν σοβαρός, τραχύς, σκοπός εμβατηρίου, αλλά στην πορεία του χρόνου άλλαξε και δεν θυμίζει θούριο, ενώ κάποιοι αργότερα διαφοροποίησαν και τους στίχους. Δικαιολογούνται γιατί δεν γνώριζαν ότι το «Φίλε-εντέμ» ήταν το «Μολών Λαβέ» της Κρήτης στον Τούρκο στρατηγό, το θούριο της επανάστασης του ’96, που οδήγησε στην αυτονομία της Κρήτης και αργότερα με ηγέτη τον επαναστάτη και ελευθερωτή Ελ. Βενιζέλο στην Ένωση με την Ελλάδα.
Αυτή είναι η ιστορία του «Φίλε-εντέμ». Με τον οφειλόμενο σεβασμό στην πανάρχαια παράδοση του νησιού μας που κρατεί ζωντανές και άφθαρτες στο χρόνο τις καταβολές της ελληνικής φυλής. Αλλά και με την αίσθηση της υποχρέωσης στη μνήμη ενός υπερήφανου παρελθόντος και στα «κλέη αγαθών ανδρών».
…Δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ παππού από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης. Και στέκουσουν μπροστά μου άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό κατάσπρο γενάκι, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι το γεμάτο φλόγες και φτερούγες. Με κοίταζες κι ως με κοίταζες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο κι από πάνω φυσάει ο Θεός… και στην κορυφή του Σινά, μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή και ο αέρας έτρεμε… φτάσε όπου δεν μπορείς.
Νίκος Καζαντζάκης
«Αναφορά στον Γκρέκο» (Πρόλογος).
http://www.haniotika-nea.gr/file-entem-ke-istoria-tou/
Με την αφορμή του σημερινού μνημοσύνου του εκλεκτού χανιώτη συναδέλφου, Παναγιώτη Κλάδου, δημοσιεύω ένα άρθρο του για το περίφημο "φιλεντέμ". Τον Παναγιώτη τον είχα γνωρίσει από το Δημήτρη Ξυριτάκη στα Χανιά, σε κάποια δίκη που κάναμε μαζί, και τότε μας είχε πει ο Παναγιώτης όσα αναφέρει στο άρθρο, που σήμερα αναδημοσιεύω. Τα όσα αναφέρει ο Παναγιώτης Κλάδος θεωρώ ιδιαίτερα σοβαρά, και νομίζω επιβάλλεται να τα γνωρίσουν όλοι, γιατί, όπως διαπίστωσα επί σειρά ετών που διέδιδα την άποψη Κλάδου, ουδείς τα είχε υπόψη του. Τελειώνοντας να μεταφέρω αυτά που συνέλλεξα από το διαδύκτιο (από τον "αγώνα της Κρήτης") για τον Παναγιώτη Κλάδο: υπήρξε διακεκριμένος δικηγόρος και πολιτικός διατέλεσε σημαίνων στέλεχος της
τοπικής αυτοδιοίκησης από διάφορες θέσεις στα Χανιά ενώ την περίοδο της
δικτατορίας είχε εξοριστεί στην Μακρόνησο για την δημοκρατική του δράση.
Νομάρχης Ρεθύμνου ήταν την περίοδο 1990-93 , και ήταν υποψήφιος Δήμαρχος Χανίων το 1986 και στη συνέχεια δημοτικός σύμβουλος.
Το “Φίλε-εντέμ” και η ιστορία του
«Λέγοντες δημώδη ιστορικά τραγούδιαεννοούμεν άσματα εκπηγάσαντα
αμέσως εξ ιστορικών γεγονότων
ή περιστάσεων και προορισμένα να
τραγουδιούνται υπό του λαού»
Johann Ludwig Uhland
(1787 – 1862)
Γερμανός ποιητής, φιλόλογος,
ιστορικός λογοτεχνίας, νομικός και πολιτικός
Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης (Ριζίτικα – Ρίμες), που οι ρίζες
τους χάνονται στην αχλύ της προϊστορίας, όπως διατηρήθηκαν, εξελίχθηκαν
και παραδόθηκαν στις νεώτερες γενιές, αποτελούν φαινόμενο αντοχής και
αντιστάσεως στη φθορά του χρόνου.
Δεν είναι υπερβολή αν θα πούμε ότι η μουσική παράδοση της Κρήτης
είναι η αρχαιότερη και η γνησιότερη του Ελληνικού χώρου. Ο Πλάτων στους
«Νόμους» συνιστά στους Νομοθέτες της «Ιδανικής Πολιτείας», που πρότεινε
-όχι τυχαία- να ιδρυθεί στην Κρήτη, να ξεκινήσουν τη μόρφωση των νέων με
τη μουσική (ποίηση, άσμα, όρχηση). Ο Στράβωνας στα «Γεωγραφικά»,
υπερηφανεύεται πως η γιαγιά του ήταν από την Κρήτη και επισημαίνει στις
διηγήσεις του «την μεγίστη μουσική και ορχηστική ακμή της Κρήτης». Ο
Αιλιανός αναφέρει Κρήτες τους παίδες τους ελευθέρους μανθάνειν… τα των
αγαθών ανδρών εγκώμια. Αλλά και ο Νικόλαος Πολίτης, «Πατέρας της
Ελληνικής λαογραφίας», στο έργο του «Κλέφτικα δημοτικά τραγούδια»,
καταχωρεί ένα απάνθισμα από διακόσια πενήντα περίπου τραγούδια του
ακριτικού κύκλου και της περιόδου της τουρκοκρατίας, αρχίζοντας από το
Ριζίτικο, «Το κρού- σος της Αντριανόπολης» (1361), το οποίο ακολουθούν
αρκετές δεκάδες τραγούδια του νησιού μας. Στον πρόλογο του έργου του
επισημαίνει ότι «η Δημοτική ποίηση είναι τελεσφορώτατον όργανον της
εθνικής αγωγής, εκφράζουσα το εθνικόν φρόνημα και αναζωπηρούσα τας
αναμνήσεις των εθνικών περιπετειών».
Το «Φίλε-εντέμ» και η ιστορία του που αποτελεί και το θέμα μας, είναι κλασική περίπτωση ανάμνησης των εθνικών περιπετειών και των αδιάκοπων αγώνων του νησιού μας για την ελευθερία.
Οι σημερινοί μουσικολόγοι ελάχιστα, έως διόλου, έχουν ασχοληθεί με αυτό το τραγούδι, από έλλειψη προφανώς,
συγκεκριμένων ιστορικών πηγών.
Κάποιοι μάλιστα ασχολούμενοι με την παράδοση έχουν γράψει και έχουν
ακουστεί σε τηλεοπτικές εκπομπές να λένε πως είναι κατάλοιπο της
τουρκοκρατίας και στοιχείο ξένο με τη μουσική μας παράδοση.Το «Φίλε-εντέμ» και η ιστορία του που αποτελεί και το θέμα μας, είναι κλασική περίπτωση ανάμνησης των εθνικών περιπετειών και των αδιάκοπων αγώνων του νησιού μας για την ελευθερία.
Οι σημερινοί μουσικολόγοι ελάχιστα, έως διόλου, έχουν ασχοληθεί με αυτό το τραγούδι, από έλλειψη προφανώς,
Το πασίγνωστο “Φιλεντέμ” ήταν παλαιότερα πολύ αγαπητό και τραγουδιόταν στα Χανιά ακόμη από τη δεκαετία του 1910, όπως μας πληροφορεί ο Μίνως Νικολακάκης στο βιβλίο του «Παλιά Χανιά» (Αθήναι 1961). Εξ άλλου, ο Βρετανός φιλέλληνας και ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής Πάτρικ Λη Φέρμορ είχε λάβει από τους Κρητικούς το παρα- τσούκλι «ο Φιλεντέμ», από την αγάπη του σ’ αυτό το τραγούδι, ενώ και μια αμερικανική κινηματογραφική ταινία (ελληνικός τίτλος «Συνάντηση τα μεσάνυχτα»), με θέμα την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράϊπε, στην οποία απαγωγή πρωταγωνίστησε ο Λη Φέρμορ, είχε μουσικό σήμα το “Φιλεντέμ”, διασκευασμένο.
Η αφήγηση που ακολουθεί πιστεύω πως θα βοηθήσει να ερμηνευθούν οι απορίες, να αρθούν οι πλάνες και να πάρει το “Φίλε-εντέμ” τη θέση που του ανήκει πλάι στα ωραιότερα μνημεία του κρητικού λόγου.
Ο παππούς μου Σταύρος Αναγνώστης – Κλάδος (1863 -1954), πολύ ψηλός, στεγνός και ευθυτενής, παρά τα χρόνια του, με την κρητική βράκα, το γιλέκο και τα στιβάνια, πολλές φορές τα βράδια, πριν να ξαπλώσει μου φώναζε: έλα παιδί μου να μου βοηθήσεις να βγάλω τα στιβάνια μου. Παιδάκι εγώ 10-12 χρονών, τραβούσα το στιβάνι από την πίσω μεριά, από το «κουφέτο», έσπρωχνε κι αυτός με την κατσούνα την μπροστινή μεριά από το καπάκι. Μια από τις πολλές, είδα στην αριστερή του γάμπα μια ουλή όσο ένα καρύδι.
– Πώς εχτύπησες παππού;
– Όντε νε πολιορκούσαμε τσοι Τούρκους εις το Βάμο το Μάη του ’96, ετραυματίστηκα. Τσοι ’χαμε μπλοκαρισμένους και τσοι κατακόβαμε, αλλά ήρθε ο «Ξεκατινιάρης» από τη θάλασσα, απού τη μπάντα του Τσιβαρά και μας έπαιξε με τα κανόνια του.
– Τι ήτανε ο «Ξεκατινιάρης», παππού;
– Ένα τούρκικο πολεμικό πλοίο, παλιό, το «Ιτζεδίν». 1
Εμείς το λέγαμε «Ξεκατινιάρη» γιατί έγερνε. Αλλά είχε το παντέρμο γερά κανόνια και μας εξέκαμε. Εσκοτωθήκανε ετότες ο Σταύρος ο Δόκιμος, αδερφικός μου φίλος και ο Σταύρος ο Μπικουβάρης. Τρεις Σταυρίδες ήμαστε Ασκυφιώτες, δίπλα ο ένας στον άλλο, εσκοτώθηκαν οι δύο και εγώ ετραυματίστηκα. Ετραυματιστήκανε κι άλλοι. Μας εσηκώσανε και μας επήγανε στην πίσω μεριά, άλλος ήτανε βαρύτερα, άλλος αλαφρότερα. Ετρέξανε και ήρθανε γυναίκες, εσκίζανε πανιά και μας επιδένανε και ’μεις ετραγουδούσαμε, το «Φίλε-εντέμ».
«Βασιλέα της Ελλάδος βάλε
την υπογραφή η Ελλάδα να νικήσει και το αίμα ας χυθεί φίλε-εντέμ – φίλε-εντέμ»».
– Τι πάει να πει παππού «Φίλε-εντέμ»;
– Θα σου πω παιδί μου…
Μόλις άρχιξε η επανάσταση εφέρανε οι Τούρκοι στρατό στην Κρήτη, οπλίσανε τσοι τουρκοκρητικούς και εσφάζανε τσοι χριστιανούς μέσα στα Χανιά και στα χωριά. Στο Ρέθεμνος εσφάξανε και τσοι καλογέρους σ’ ένα Μοναστήρι. Έμπεψε κι ο Κούντουρος ο Αρχηγός της επανάστασης χωριανός μας Ασκυφιώτης ήτανε – μια γραφή στο Ελληνικό Βασίλειο να στείλει στρατό και βοήθεια. Εξεσηκώθηκε η Αθήνα με τα συλλαλητήρια κι έβγαλε η κυβέρνηση διάταγμα να ’ρθει ένα σύνταγμα στην Κρήτη. Βγαίνει κι ο Τούρκος στρατηγός ο Ετέμ και εφοβέριζε πως ανέ στείλει η Ελλάδα στρατό στην Κρήτη, θα κατέβει από τη Θεσσαλία όπου ήτανε τότε τα σύνορα και «θα πιεί τον καφέ του στο καφενείο του Ζαχαράτου στην Πλατεία στο Σύνταγμα.2
Με τσι φοβέρες ο Βασιλειάς εκώλωσε, εκόρμιασε και δεν ήθελε να υπογράψει το διάταγμα. Ετότες κι εμείς απαντήσαμε τσι φοβέρες του Τούρκου στρατηγού με το «Φίλε-Εντέμ».
«Βασιλέα της Ελλάδος βάλε την υπογραφή…».
Και σαν έχει την όρεξη για καφέ ας έρθει «ο φίλος μας» ο ΕΤΕΜ…
Το «Φίλε-εντέμ» το λέγαμε κι όντανε μπλοκάραμε τσοι Τούρκους στον Πύργο στη Μαλάξα. Ήτανε το τραγούδι μας, το τραγούδι της επανάστασης. Το λέγαμε και τούρκικα για να μπιζικάρομε (να προκαλούμε) τσοι Τούρκους».
«Θυμάσαι παιδί μου Κατίνα πως ελέγαμε το «Φίλε-εντέμ» στα τούρκικα;», λέει στην κόρη του.
Η θεία μου η Κατίνα, ήτανε και κολλυβοδασκάλα. Το είπε στα τούρκικα3 αλλά δε μου μείνανε παρά δύο λέξεις: «Χουριέτ» και «Ανταλέτ». «Χουριέτ» (Hürriyet) σημαίνει Ελευθερία και «Aνταλέτ» (Adalet) σημαίνει Δικαιοσύνη.
Αλλά ποιος ήταν αυτός ο σκληρός πασάς, ο Ετέμ;
Ο Ετέμ Πασάς (τουρκ. Ethem Paşa, 1851 – 1909) υπήρξε Τούρκος Στρατιωτικός και Πολιτικός κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ετέμ Πασάς γεννήθηκε στη Σαμψούντα το 1851. Στην αρχή ως στρατιωτικός σπούδασε στο Παρίσι στη στρατιωτική Ακαδημία του Σαιν Συρ. Μετά την αποφοίτησή του (1849) επανήλθε και διορίσθηκε υπασπιστής του Σουλτάνου Αμπτούλ Μετζήτ και αργότερα αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του.
Το 1856 υπέπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου και αποσύρθηκε της ενεργού υπηρεσίας για να επανέλθει σ’ αυτήν το 1860, οπότε και διορίσθηκε υπουργός των Εξωτερικών, το 1864 υπουργός Εμπορίου, διοικητής μεραρχίας στην πολιορκία του Πλέβεν το 1877 και το 1878 Πρέσβης στο Βερολίνο.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1879 υπηρέτησε με τον βαθμό του συνταγματάρχη ως αρχηγός ταξιαρχίας. Μετά τον πόλεμο αυτόν προήχθη στο βαθμό του στρατηγού και διετέλεσε για λίγο πρέ- σβης στη Βιέννη και στη συνέχεια Βαλής (Κυβερνήτης) στην Κρήτη και ακολούθως Βαλής στο Κόσοβο.
Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι ο Βασιλιάς υπέγραψε τελικά το διάταγμα και ήρθε στην Κρήτη ο Τιμολέων Βάσος με ένα Σύνταγμα. Η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα το 1897.
Το έτος αυτό ο Ετέμ Πασάς, ορισμένος ως Βαλής (Διοικητής) της Κρήτης, μετά την κατάληψη του φρουρίου των Βουκολιών, ανέπτυξε τα στρατεύματά του, 4.000 στρατιώτες, γύρω από το στρατόπεδο των Λιβαδιών, που του έδινε κάλυψη το πυροβολικό που είχε εκεί. Ο Βάσος κινήθηκε με τους άντρες του και τους άτακτους Κρήτες κατά του στρατοπέδου, δίνοντας διαταγή σε όλες τις μονάδες να μετακινούνται συνέχεια για να μην μπορούν να γίνουν στόχος του πυροβολικού.
Με αυτή την τακτική, με τον Ετέμ να τον κυνηγάει λόγω των διπλάσιων δυνάμεων του, με περίπλοκους στρατιωτικούς ελιγμούς, στο τέλος της ημέρας, το τάγμα πεζικού του Βάσου βρέθηκε, μέσα στο στρατόπεδο των Τούρκων, που υποχώρησαν προς τα Χανιά με βαρύτατες απώλειες (600 νεκροί και τραυματίες).
Αλλά κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Ετέμ ορίσθηκε να ηγηθεί ως αρχιστράτηγος των τουρκικών στρατευμάτων στη Θεσσαλία. Πριν σταλεί στη Θεσσαλία ήταν διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που κατέστειλαν με τρομερές σφαγές την εξέγερση των Αρμενίων στην ορεινή περιοχή του Ζεϊτούν στην Κιλικία.
Ο δε Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμήτ Β’ του απένειμε κατόπιν τον τίτλο του Γαζή (=νικητού των απίστων) και τον περιέβαλε με αποτέλεσμα να αναλάβει Υπουργός Πολέμου. Επίσης του είχε παραχωρήσει ιδιαίτερο περίπτερο μέσα στ’ ανάκτορα του Γιλντίς και να διαμένει μόνιμα (περισσότερο όμως για να τον παρακολουθεί λόγω της πολύ μεγάλης δημοτικότητάς του από τον νικηφόρο πόλεμο).
Ο Ετέμ παρέμεινε κοντά στον Χαμήτ Β’ μέχρι της πτώσης του και την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων με το οποίο ήταν αντίθετος, οπότε εγκατέλειψε την Κωνσταν- τινούπολη και μετέβη στο Κάιρο όπου και πέθανε το 1909.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Κρήτη και οι εξελίξεις στο Νησί, οι επαναστάσεις, οι σφαγές, οι αγώνες των Κρητών για την απελευθέρωση από τους Τούρκους και στη συνέχεια, για την ένωση με την Ελλάδα, ήταν από τα αγαπημένα θέματα του μεγάλου σατιρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή.
Με τους στίχους του είτε στις διάφορες εφημερίδες ή περιοδικά που συνεργάστηκε μέχρι το 1883 («Ασμοδαίος», «Μή χάνεσαι», [που εξέδιδε ο Βλάσσης Γαβριηλίδης πριν την «Ακρόπολι»], και «Ραμπαγάς») είτε, κυρίως, στο δικό του σατιρικό έντυπο, τον περίφημο «Ρωμηό», που κυκλοφόρησε το 1883, υμνούσε πολύ συχνά το νησί και τους αγωνιζόμενους κατοίκους του, καυτηρίαζε την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων που δεν είχαν ως εθνικό στόχο την επίλυση του κρητικού ζητήματος, και με σκληρή γλώσσα σχολίαζε τη στάση των μεγάλων δυνάμεων, ενώ φυσικά στο στόχαστρό του πολύ συχνά έμπαινε η τουρκική πολιτική.
Χαρακτηριστικό του γεγονότος ότι οι εξελίξεις στην Κρήτη ήταν στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός του είναι ότι σ’ όλα τα φύλλα του «Ρωμηού» του 1898, κάτω από τον τίτλο, και στην προμετωπίδα της εφημερίδας, υπήρχε το επίγραμμα:
Έτος χίλια κι οκτακόσια κι εννενήκοντα κι οκτώ, / τον Ετέμ – Πασσά για δώρο σάς χαρίζω διαλεκτό.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, ο συγκλονιστικός στίχος του Φιλεντέμ που τραγουδούσαν οι τραυματίες επαναστάτες την ώρα της μάχης, «Η Ελλάδα να νικήσει και το αίμα ας χυθεί…» ξεχάστηκε. Ο σκοπός του πρώτου τραγουδιού ήταν σοβαρός, τραχύς, σκοπός εμβατηρίου, αλλά στην πορεία του χρόνου άλλαξε και δεν θυμίζει θούριο, ενώ κάποιοι αργότερα διαφοροποίησαν και τους στίχους. Δικαιολογούνται γιατί δεν γνώριζαν ότι το «Φίλε-εντέμ» ήταν το «Μολών Λαβέ» της Κρήτης στον Τούρκο στρατηγό, το θούριο της επανάστασης του ’96, που οδήγησε στην αυτονομία της Κρήτης και αργότερα με ηγέτη τον επαναστάτη και ελευθερωτή Ελ. Βενιζέλο στην Ένωση με την Ελλάδα.
Αυτή είναι η ιστορία του «Φίλε-εντέμ». Με τον οφειλόμενο σεβασμό στην πανάρχαια παράδοση του νησιού μας που κρατεί ζωντανές και άφθαρτες στο χρόνο τις καταβολές της ελληνικής φυλής. Αλλά και με την αίσθηση της υποχρέωσης στη μνήμη ενός υπερήφανου παρελθόντος και στα «κλέη αγαθών ανδρών».
…Δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ παππού από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης. Και στέκουσουν μπροστά μου άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό κατάσπρο γενάκι, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι το γεμάτο φλόγες και φτερούγες. Με κοίταζες κι ως με κοίταζες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο κι από πάνω φυσάει ο Θεός… και στην κορυφή του Σινά, μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή και ο αέρας έτρεμε… φτάσε όπου δεν μπορείς.
Νίκος Καζαντζάκης
«Αναφορά στον Γκρέκο» (Πρόλογος).
1 Το τουρκικό πλοίο «Ιτζεντίν» είναι γνωστό κυρίως από τη ναυμαχία
του με το Ελληνικό πλοίο της επανάστασης 1866-69 «Αρκάδιον». Στις 6
Αυγούστου 1867 – το τελευταίο ταξίδι του «Αρκάδιον» με Κυβερνήτη τον
Κουρέντη – και ενώ ξεφόρτωνε στο λιμάνι της Αγίας Ρουμέλης των Σφακίων
Κρήτης εντοπίστηκε από τα Τουρκικά Πολεμικά πλοία και παρά τις
προσπάθειες του αλλά και της επιμονής του να ξεφορτώσει τα μεταφερόμενα
υλικά, αναγκάστηκε να μεθορμίσει στη παραλία Πρέβελη απ’ όπου και από
εκεί, συνεχώς παρακολουθούμενο από τους τούρκους, κατέφυγε στη Γαύδο
όπου και παρέμεινε όλη την ημέρα. Το βράδυ απέπλευσε για την Αγία
Ρουμέλη προκειμένου να ολοκληρώσει την εκφόρτωση των μεταφερομένων
πυρομαχικών και εφοδίων όταν ενεπλάκη και πάλι με τα τουρκικά πλοία.
Tότε o Πλοίαρχος Κουρεντής αποφάσισε να δώσει μάχη. Και ενώ για αρκετό
χρόνο το ΑΡΚΑΔΙ παρέμενε πράγματι άτρωτο τελικά ένα εχθρικό βλήμα έπληξε
τον δεξιό τροχό μειώνοντας έτσι την ταχύτητά του με κίνδυνο να
αιχμαλωτισθεί. Ο Κυβερνήτης τότε έστρεψε την πλώρη προς το τουρκικό
πολεμικό “Ιτζεντίν”, για εμβολισμό διατάζοντας το πλήρωμα ετοιμότητα
εισπήδησης, (κοινώς ρεσάλτο), κατεβάζοντας την Ελληνική Σημαία και
κινούμενος πλέον ως ανένταχτο πλοίο. Τα δύο πλοία τότε βρέθηκαν πάρα
πολύ κοντά και μετά από επιτυχή μανούβρα του τουρκικού συνέχιζαν και τα
δύο εγγύτατη παράλληλη πορεία. Πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο το ΑΡΚΑΔΙ
τρεις Έλληνες ναύτες πηδώντας από τα ξάρτια στο κατάστρωμα του
“Ιτζεντίν” όρμησαν με τσεκούρια κατά των πρώτων Τούρκων που βρέθηκαν στο
σημείο εισπήδησης τους οποίους και σκότωσαν. Στη νέα μανούβρα, αλλαγή
πορείας του τουρκικού, δεν κατάφεραν ρεσάλτο άλλοι ναύτες με συνέπεια οι
τρεις πρώτοι να σκοτωθούν. Τότε ο πλοίαρχος του “Αρκάδιον” αποφάσισε
την αναγκαστική προσάραξη, του πλοίου και την εκφόρτωση του φορτίου του
στη παρακείμενη ακτή εξαναγκάζοντας τα τουρκικά πλοία να μείνουν μακριά
του μη μπορώντας έτσι να το ακολουθήσουν στα αβαθή.
2 Ας σημειωθεί ότι το ελληνικό κράτος, την εποχή αυτή, ελάχιστα
μπορούσε να ενισχύσει τις επαναστάσεις στην Κρήτη ή και πολύ λίγο
μπορούσε να στηρίξει την Ήπειρο ή τη Μακεδονία. Αυτό το στοιχείο,
εκλήφθηκε από ορισμένους ως σχεδόν προδοσία, ή σαν αισχρός
«ανθελληνισμός». Έτσι, ανταρτικά σώματα υπό την καθοδήγηση της αθηναϊκής
«Εθνικής Εταιρείας» – αντιγραφή της Φιλικής Εταιρείας – περνούν τα
Ελληνοτουρκικά σύνορα στα βόρεια της Θεσσαλίας και διεξάγουν
επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Η αφορμή είχε δοθεί. Ο αρχηγός των
Τουρκικών στρατευμάτων Ετέμ Πασάς, το εννοούσε: «Θα πιούμε καφέ στην
Πλατεία Συντάγματος…» δήλωνε και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα διέλυσε
την υπό το διάδοχο Κωνσταντίνο αμυντική γραμμή της Μελούνας. Για τη
συνάντηση που είχε ο Αμερικανός ανταποκριτής Φρειδερίκος Πάλμερ με τον
Ετέμ Πασά λίγο πριν την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897,
σημείωνε τα εξής στο ημερολόγιό του:
Ο αρχιστράτηγος Ετέμ Πασάς είναι ένας ευπαρουσίαστος και πρόσχαρος γενειοφόρος άντρας που φέρει φέσι και ωραία στολή. Το στρατιωτικό του παρουσιαστικό ήταν ανώτερο του Έλληνα υποστράτηγου Νικολάου Μακρή, αλλά μιλούσε με ανατολίτικη ηπιότητα. Μου είπε ότι διέθετε 100.000 άνδρες και ότι θα μπορούσε να βρεθεί στην Αθήνα σε δύο εβδομάδες, όποτε τον διέταζε ο Σουλτάνος.
(F. Palmer: “Going to War in Grecce” N. York 1897)
Ο αρχιστράτηγος Ετέμ Πασάς είναι ένας ευπαρουσίαστος και πρόσχαρος γενειοφόρος άντρας που φέρει φέσι και ωραία στολή. Το στρατιωτικό του παρουσιαστικό ήταν ανώτερο του Έλληνα υποστράτηγου Νικολάου Μακρή, αλλά μιλούσε με ανατολίτικη ηπιότητα. Μου είπε ότι διέθετε 100.000 άνδρες και ότι θα μπορούσε να βρεθεί στην Αθήνα σε δύο εβδομάδες, όποτε τον διέταζε ο Σουλτάνος.
(F. Palmer: “Going to War in Grecce” N. York 1897)
3 Το ότι το τραγούδι είχε και τουρκική εκδοχή τεκμηριώνεται από το
γεγονός ότι σώζεται ιδιωτική ηχογράφηση του γνωστού Ρεθεμνιώτη μουσικού
Φουσταλιέρη που τραγουδάει το «Φιλεντέμ» στα τουρκικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου