Τελικά ποιο είναι το σημείο καμπής, πέραν του οποίου μια κοινωνία παύει να ανθίσταται και σκύβει το κεφάλι? Πόση φτωχοποίηση είναι ανεκτή μέχρι να μπορέσεις να πεις «φτάνει πια, ως εδώ»? Και ποιανού η φτωχοποίηση? Του διπλανού σου ή αποκλειστικά και μόνο η δική σου?
Πότε περνάς τη διαχωριστική γραμμή, που ο αγώνας της επιβίωσης σε κάνει να παραιτείσαι από τη διεκδίκηση της Ζωής, με όλο της το νόημα? Πότε περνάς τα σύνορα από την ψυχραιμία στην απάθεια, κι από την απάθεια στον κυνισμό, κι αν το κάνεις, υπάρχει επιστροφή?
Πόσος φόβος είναι αρκετός για να λυγίσεις χωρίς να ανακάμψεις και να γονατίσεις χωρίς να σηκωθείς? Και πόσο καιρό πρέπει να σε ποτίζουνε με το δηλητήριο του φόβου, ώστε να ξεχάσεις πως ήταν κάποτε να είσαι όρθιος?
Ποιές επιθυμίες σου, που μεγαλώνοντας διαλαλούσες περήφανος ότι τις έκανες ανάγκες, είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις, ώστε να εξασφαλιστεί η αξιοπρέπεια και του διπλανού σου, που δεν πρόλαβε ποτέ του, ούτε καν να επιθυμήσει? Και από πότε ξέχασες ότι αλληλεγγύη δεν σημαίνει ελεημοσύνη αλλά ότι τίθεται ο ένας εγγυητής για τα δικαιώματα του άλλου?
Τελικά τι είναι προτιμότερο? Η ελευθερία ή η ασφάλεια? Και μήπως η αγωνία της πείνας τις θερίζει και τις δύο αμαχητί? Και πια γενιά θα δώσει τις απαντήσεις? Δικαιούται μια γενιά που δε γνώρισε πείνα να πάρει θέση? Αλλά μήπως η γενιά που βίωσε στο «πετσί» της τις στερήσεις, θυμάται, έστω αμυδρά, ότι κάποτε είχε επιλέξει την ελευθερία και την αξιοπρέπεια?
Αλλά πάλι για πια ελευθερία κάνει λόγο κανείς? Αρκεί άραγε να είσαι ελεύθερος να λες ότι θες, όταν το δικαίωμα να σκέφτεσαι ελεύθερα το έχεις εδώ και χρόνια παραδώσει οικειοθελώς, σπονδή στο βωμό του σύγχρονου life style?
Και αν οι πολλοί σιωπούνε, εσύ γιατί να μιλήσεις? Για ποιο κοινό καλό? Κι αυτοί που μίλησαν και αγωνίστηκαν στο παρελθόν, πού είναι τώρα? Ποια λησμονιά τους συντροφεύει? Κι εκείνοι, οι άλλοι, οι συνετοί, ξέρεις για ποιους σου λέω, αυτοί που έβλεπαν στις τότε κρίσεις την ευκαιρία, και ήταν πρόθυμοι, ευπροσάρμοστοι και συνεργάσιμοι, τι γίνανε μετά? Πως χρησιμοποιήσανε την ευελιξία τους, στη νέα κοινωνία που προέκυπτε κάθε φορά και πόσο αλώβητοι βγήκαν?
Και για ποια περιβόητη κοινωνική ενότητα μιλάμε? Αφού και τότε, όπως και τώρα, υπήρχαν όσοι μιλούσαν και όσοι σιωπούσαν, όσοι σέρνονταν στους μονοδρόμους και όσοι χάραζαν δικά τους μονοπάτια, αλλά αν θες να το δεις κι αλλιώς, υπήρχαν οι «σώφρονες» και οι «άμυαλοι». Πάντως ξαναρωτώ: που ήταν η ενότητα, εκτός ίσως από τα ωραιοποιημένα σχολικά βιβλία της ιστορίας?
Και τώρα η κοινωνία μας πως είναι? Κάτω από τη χρυσόσκονη που μας είχαν πασπαλείψει, μήπως το μείγμα είναι ανομοιογενές και δυσκολεύεται να δέσει το γλυκό? Πως θα ενώσεις τη μερίδα της κοινωνίας που πιστεύει ότι ο Βάρναλης είναι καινούργιος οίκος μόδας με τους υπόλοιπους? Πως θα την κάνεις να βάλει καινούργιες προτεραιότητες, μα πάνω από όλα να αποτινάξει το φόβο και την πνευματική αδράνεια?
Κι εν τω μεταξύ? Πόσοι άνθρωποι θα βυθίζονται στην απελπισία και στην εξαθλίωση, περιμένοντας το άλλο μισό της κοινωνίας να λάβει την επιφοίτηση? Πως θα το καταφέρεις, ώστε ο χρόνος που κυλάει, να μην τρέχει εις βάρος σου? Να μην πλησιάσεις επικίνδυνα το σημείο καμπής, την αίσθηση ότι η ταπείνωση κυλάει πλέον στο αίμα σου και ο φόβος και η ασφάλεια του κλουβιού, έχει πλέον γίνει το μόνο γνώριμο σου περιβάλλον, που όλο και πιο δύσκολα θα αποχωριστείς? Πως θα το καταφέρεις, ώστε ο φόβος του διπλανού, να μην γίνει κάποτε το βαρίδι που θα τραβήξει κι εσένα στο βυθό?
Και άραγε τι πρέπει να κάνεις με όλα αυτά τα ερωτήματα? Να τα αποσιωπήσεις, να τα σπρώξεις κάτω απ’ το χαλί, μέχρι να περάσει η κρίση –γιατί τώρα δεν είναι πρέπον να σκαλίζεις παλιές και νέες πληγές, ούτε να ανοίξεις τους ασκούς του Αιόλου?
Ή μήπως αν δεν θέσεις τις ερωτήσεις – τις ερωτήσεις έστω, λέω, γιατί οι απαντήσεις μπορεί να αργήσουν ή να μην έρθουν ποτέ, αυτή η κοινωνία είναι καταδικασμένη να κουβαλάει αιωνίως το βράχο του Σισυφου?
Η μόνιμη απάντηση σε όλα αυτά είναι "παιδεία και ελευθερία". Αν τα διεκδικήσεις αυτά τα δύο δεν θα νιώσεις πείνα ("ψωμί"), ούτε πραγματική, ούτε πνευματική. Οποιος μετέχει της παιδείας γνωρίζει τι πραγματικά έγινε στο παρελθόν, μεταφράζει σωστά το παρόν, γνωρίζει εκείνους, οι οποίοι σε μια και μόνο στιγμή εξακοντίστηκαν από το φως της δόξας στο μαύρο σκοτάδι που δημιούργησε η γραφειοκρατία, η ευνοιοκρατία και ο ωχαδερφισμός. Γνωρίζει ότι στη συνέχεια επικράτησαν κάποιοι μέτριοι, εκείνοι που ήταν πάντα έτοιμοι να ξεπουλήσουν τα πάντα προς ίδιον ώφελος. Γνωρίζει όμως και ότι ο αγώνας αυτών των πρώτων (που τους έφαγε η μαρμάγκα)βελτίωσε τη ζωή των πολλών, και ότι, μέσα από αυτά, αναδείχθηκαν μικρές ιστορικές στιγμές στις οποίες έλαμψαν οι άξιοι και φώτισαν ως διάτοντες αστέρες την κοινωνία στην οποία έζησαν. Και αυτές οι ελάχιστες στιγμές είναι εκείνες που φωτίζουν ακόμη και σήμερα το παγκόσμιο στερέωμα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται με παρόμοια μοτίβα σε όλον τον κόσμο ανά τους αιώνες, και επιβεβαιώνει το μύθο του Σύσιφου. Αυτός όμως είναι ο μύθος που θα μας κρατήσει ζωντανούς. Γιατί ξέρουμε ότι ξανά θα ανεβάσουμε την πέτρα στην κορυφή, και θα προσπαθήσουμε να την κρατήσουμε. Το μύθο ως αισιόδοξο και μόνον επιβάλλεται να τον δούμε και για την επιβεβαίωσή του να αγωνιστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή αγωνιστική χρονιά !!!
Μια άλλη "ανάγνωση" του μύθου. Αισιόδοξη! Μου άρεσε!
Διαγραφή