(από το rproject)
Σχόλιο : μια πραγματικά υπέροχη ταινία, που πρέπει να δείτε. Προβάλλεται στο Βιτζέντζο Κορνάρο
NERUDA (ΝΕΡΟΥΔΑ)
Αυτός είναι ο τίτλος της ταινίας,
του Πάμπλο Λαράιν, με πρωταγωνιστές τους Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Λούις
Νιέκο και Μερσέντες Μοράν.
Η ταινία περιγράφει μια πολύ συγκεκριμένη φάση της ζωής του Πάμπλο Νερούδα
Ως γνωστό, ο Νερούδα είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές παγκοσμίως ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, το 1971. Γεννήθηκε το 1904 και το όνομά του, με το οποίο έγινε γνωστός, είναι ψευδώνυμο.
Η ποίησή του εκφράζει τους «από κάτω» της κοινωνίας, το πόνο τους, την καθημερινότητά τους, τους έρωτές τους, στους οποίους «ο ποιητής έδωσε τις λέξεις για να διηγηθούν τη ζωή τους», όπως αναφέρεται σε κάποια στιγμή του έργου.
Στα ποιήματά του εμπλέκονται η πολιτική και ο έρωτας. Ο ίδιος ήταν ένας ερωτικός άνθρωπος, αλλά και ένας στρατευμένος ποιητής.
Προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής, το 1945, και ήταν βουλευτής του, μέχρι που βγήκε στην παρανομία από τον δικτάτορα Βιδέλα. Και αυτό ακριβώς περιγράφει το έργο: Την περίοδο της παρανομίας, την καταδίωξη επί 13 μήνες του Νερούδα και της γυναίκας του Ντέλια, και την προσπάθειά του να διαφύγει από τη χώρα. Τελικά, καταφέρνει να φτάσει στην Αργεντινή και κατόπιν στο Παρίσι το 1949. Όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα, που περιγράφει την πλοκή του έργου, «Ο ποιητής βλέπει την όλη κατάσταση ως μια ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και να γίνει ένα σύμβολο ελευθερίας, αλλά και συγγραφικός μύθος».
Υπάρχει, ταυτόχρονα, ένα τραγικό πρόσωπο στο έργο. Είναι ο αστυνομικός διευθυντής, Όσκαρ Πελουσονό, ο οποίος ενώ καταδιώκει τον ποιητή την ίδια στιγμή γοητεύεται από την αντισυμβατικότητα του Νερούδα. Είναι και ο αφηγητής του έργου, ενώ η ύπαρξή του από την αφάνεια οφείλεται ακριβώς στον ποιητή, ο οποίος «για καιρό παίζει ένα παιχνίδι με τον αστυνομικό που τον κυνηγά, αφήνοντας συνεχώς στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτόν».
Το έργο, έχει πολλές αναγνώσεις. Δηλαδή, έχει και αστυνομική πλοκή και πολιτικές προεκτάσεις και λογοτεχνική υφή, ενώ αρχίζει και τελειώνει με ένα ποίημα του Νερούδα: το «Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια». Είναι εξαιρετικό και βαθιά ερωτικό και μπορεί κάποιος/-α να το διαβάσει στο διαδίκτυο.
Ως γνωστό, ο Νερούδα είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές παγκοσμίως ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, το 1971. Γεννήθηκε το 1904 και το όνομά του, με το οποίο έγινε γνωστός, είναι ψευδώνυμο.
Η ποίησή του εκφράζει τους «από κάτω» της κοινωνίας, το πόνο τους, την καθημερινότητά τους, τους έρωτές τους, στους οποίους «ο ποιητής έδωσε τις λέξεις για να διηγηθούν τη ζωή τους», όπως αναφέρεται σε κάποια στιγμή του έργου.
Στα ποιήματά του εμπλέκονται η πολιτική και ο έρωτας. Ο ίδιος ήταν ένας ερωτικός άνθρωπος, αλλά και ένας στρατευμένος ποιητής.
Προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής, το 1945, και ήταν βουλευτής του, μέχρι που βγήκε στην παρανομία από τον δικτάτορα Βιδέλα. Και αυτό ακριβώς περιγράφει το έργο: Την περίοδο της παρανομίας, την καταδίωξη επί 13 μήνες του Νερούδα και της γυναίκας του Ντέλια, και την προσπάθειά του να διαφύγει από τη χώρα. Τελικά, καταφέρνει να φτάσει στην Αργεντινή και κατόπιν στο Παρίσι το 1949. Όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα, που περιγράφει την πλοκή του έργου, «Ο ποιητής βλέπει την όλη κατάσταση ως μια ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και να γίνει ένα σύμβολο ελευθερίας, αλλά και συγγραφικός μύθος».
Υπάρχει, ταυτόχρονα, ένα τραγικό πρόσωπο στο έργο. Είναι ο αστυνομικός διευθυντής, Όσκαρ Πελουσονό, ο οποίος ενώ καταδιώκει τον ποιητή την ίδια στιγμή γοητεύεται από την αντισυμβατικότητα του Νερούδα. Είναι και ο αφηγητής του έργου, ενώ η ύπαρξή του από την αφάνεια οφείλεται ακριβώς στον ποιητή, ο οποίος «για καιρό παίζει ένα παιχνίδι με τον αστυνομικό που τον κυνηγά, αφήνοντας συνεχώς στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτόν».
Το έργο, έχει πολλές αναγνώσεις. Δηλαδή, έχει και αστυνομική πλοκή και πολιτικές προεκτάσεις και λογοτεχνική υφή, ενώ αρχίζει και τελειώνει με ένα ποίημα του Νερούδα: το «Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια». Είναι εξαιρετικό και βαθιά ερωτικό και μπορεί κάποιος/-α να το διαβάσει στο διαδίκτυο.
Αξίζει να σημειωθεί , ότι η ταινια αναφέρεται κυρίως στη πρώ-ιμη περίοδο της ζωής του ποιητή , και εστιάζει στο ότι για το Νερουντα , η Ποίηση και η ζωή του ήταν ένα και το αυτό . Λιγώτερο αναφέρεται στην σταθερή πολιτική συνείδηση και πολιτική δράση του Νερούντα ,που εν τέλει του στοίχησε και τη ζωή του
ΑπάντησηΔιαγραφή...που μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή και από ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο. Συγκεκριμένα γράφει:
'' Ητανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν (σ.σ. μεταξύ των οποίων το Βραβείο Λένιν το 1952 και το Νόμπελ το 1971), κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου''. Στέλλα Παλαιολόγου .
Όταν ο Πρόεδρος Γκονσάλες Βιδέλα απαγόρευσε τον κομμουνισμό στη Χιλή, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του Νερούδα. Για τέσσερις μήνες κρυβόταν στο υπόγειο ενός σπιτιού στην πόλη Βαλπαραΐσο. Κατόπιν κατάφερε να διαφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952. Στο μεταξύ είχε εκλεγεί Γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής το 1948. Ανάμεσα στα μέρη που έζησε κατά την περίοδο της εξορίας του ήταν και το νησί Κάπρι της νότιας Ιταλίας, γεγονός από το οποίο είναι εμπνευσμένη η ταινία «Ο ταχυδρόμος»[7]. Στη διάρκεια της εξορίας του ταξίδεψε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, σε πολλές από τις οποίες δεν έγινε δεκτός εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.[8]
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο 1949 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν για τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου λογοτέχνη και ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν. Εκεί γνώρισε τον επίσης κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, στον οποίο διηγήθηκε τα δεινά του λαού του. Γι' αυτό το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση γράφει στην αυτοβιογραφία του:
''Αγάπησα με την πρώτη ματιά τη σοβιετική γη και κατάλαβα ότι απ' αυτήν όχι μόνον προέκυπτε ένα ηθικό μάθημα για όλες τις γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά θα προέκυπτε και το μεγάλο πέταγμα''.
Κατά την εξορία του, γνώρισε και ανέπτυξε ερωτική σχέση με τη Χιλιανή τραγουδίστρια Ματίλντε Ουρρούτια, η οποία αποτέλεσε τη "μούσα" του για τα έργα του. Μετά το τέλος της δικτατορίας επέστρεψε στη Χιλή, αφού είχε γίνει πλέον διάσημος παγκοσμίως. Μετά το δεύτερο διαζύγιό του, παντρεύτηκε τελικά με την Ουρρούτια το 1966. Κατά τη δεκαετία του '60 το Κομμουνιστικό Κόμμα του απονέμει το μετάλλιο ''Ρεκαμπάρεμ'' , την υψηλότερη κομματική διάκριση.[9]
Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο παρέλαβε όντας άρρωστος από καρκίνο. Βοήθησε τον σοσιαλιστή ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε στην προεκλογική του εκστρατεία, αλλά πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγο μετά τη δολοφονία του Αλιέντε από τους πραξικοπηματίες του Πινοσέτ. Υπάρχουν θεωρίες ότι δεν του παρήχθησαν οι απαραίτητες ιατρικές φροντίδες, όσο αυτός ήταν σε κατ'οίκον περιορισμό. Ο Πινοσέτ απαγόρευσε να γίνει δημόσιο γεγονός η κηδεία του Νερούντα, ωστόσο το πλήθος αψήφησε την απαγόρευση και κατέκλυσε τους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Τα έργα του είχαν απαγορευθεί από το στρατιωτικό καθεστώς μέχρι και το 1990.
Ο αγωνιστικός και μαχητικός χαρακτήρας του Νερούντα, καθώς και η συμπόνοια που έδειχνε για το λαό και την εργατική τάξη, μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή και από ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο. Συγκεκριμένα γράφει:
'' Ητανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν (σ.σ. μεταξύ των οποίων το Βραβείο Λένιν το 1952 και το Νόμπελ το 1971), κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου''. [10]