Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Αίτηση ακύρωσης των 32 Δικηγορικών Συλλόγων στο ΣτΕ: απαραίτητη η συμμετοχή του Δ.Σ.Η.

Στην ανάρτηση της 11.1.2012 είχαμε αναφερθεί στην αίτηση ακύρωσης που είχαν υποβάλλει 32 επαρχιακοί Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας (με προεξάρχοντα το Δ.Σ. Ιωαννίνων) για την επαναφορά του νομοθετικού καθεστώτος για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Στην κίνηση αυτή δεν μετέχει ο Δ.Σ.Η. Όταν θέσαμε το θέμα στο Δ.Σ./Δ.Σ.Η. τον Ιανουάριο του 2012 λάβαμε την απάντηση ότι δεν κληθήκαμε να συμμετάσχουμε στην κίνηση εκείνη, η οποία γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρη, ενόψει, τόσον της επικείμενης συζητήσεώς της στο ΣτΕ, όσο και της κουτσής κινητοποίησης που πραγματοποιεί ο κλάδος στις 17 και 18 του μήνα, στην οποία αναφερθήκαμε σε αμέσως προηγούμενη ανάρτηση. Ενόψει αυτών, αποτελεί πρώτιστη προτεραιότητα η συμμετοχή στη δίκη που θα γίνει, καθώς και η άσκηση πίεσης προς την Ολομέλεια για γενική κινητοποίηση πάνω στους άξονες που θέτει η αίτηση ακύρωσης των 32 Συλλόγων. 
Ο Δ.Σ. Ιωαννίνων εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση (με το πνεύμα της οποίας συμφωνούμε σε γενικές γραμμές, και κυρίως στην υποβολή αιτήματος αναβολής της εκδίκασης της αίτησης) σχετικά με την επικείμενη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Δικαστικό Μέγαρο Ιωαννίνων

452 21

Τηλ 26510-37858 Φαξ 2651037840

Αριθμ. Πρωτ…741……                
Ιωάννινα 4η Σεπτεμβρίου 2013
ΠΡΟΣ: Τους κ.κ Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων
Λάρισας, Σύρου, Άρτας, Ρεθύμνου, Δράμας, Κω, Χίου, Γιαννιτσών,  Τρικάλων, Καρδίτσας, Λαμίας, Χαλκίδας, Κατερίνης, Καστοριάς, Χαλκιδικής, Κιλκίς, Γρεβενών, Καβάλας, Μεσολογγίου, Κοζάνης, Θήβας, Ευρυτανίας, Άμφισσας, Φλώρινας, Θεσπρωτίας, Πρέβεζας,  Κέρκυρας, Ροδόπης, Λιβαδειάς, Αλεξανδρούπολης, και Καλαμάτας
Κοιν: Πρόεδρο του δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλογων Ελλάδος
          Συζητείται μετά από αναβολή την 24η Σεπτεμβρίου 2013 στο ακροατήριο του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ η αίτηση των 32 Δικηγορικών Συλλόγων, (ήτοι των ανωτέρω υπό στοιχ. 2 στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο ΔΣ Ιωννίνων) με την οποία ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής (τεκμαιρόμενης) απόρριψης του αιτήματος διατήρησης (με έκδοση Π.Δ/τος) απαιτήσεων του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (άλλως της παράλειψης της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας) εκ μέρους των συναρμοδίων Υπουργών Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, για τους λόγους που αναλυτικά αναφέρονται στην αίτηση αυτή.
          Οι απαιτήσεις του Κώδικα Δικηγόρων των οποίων ζητείται η διατήρηση για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος είναι (συνοπτικά) οι εξής:
α)      Η εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα και τα «παρελκόμενα» αυτής (δηλ. η αποκλειστική έδρα του δικηγόρου και η απαγόρευση ίδρυσης διασυλλογικών δικηγορικών εταιρειών).
β)      Ο νομοθετικός καθορισμός των ελαχίστων ορίων των δικηγορικών αμοιβών και η σύνδεση αυτών με τις υποχρεωτικές εισφορές και τη φορολογία (τεκμήρια ως προς το ύψος των δικηγορικών αμοιβών).
γ)       Επίσης ζητείται η διατήρηση της απαγόρευσης άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων στους δικηγόρους και της ίδρυσης πολυεπαγγελματικών και κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών με ρητή αναφορά των επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν (και επιβάλουν) την διατήρησή τους για λόγους ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου.
          Όμως με τις νεότερες (του ν. 3919/2001) διατάξεις του σχεδίου νόμου του Κώδικα Δικηγόρων:
α)      Καταργείται η εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα και η αποκλειστική έδρα του δικηγόρου και επιτρέπεται πλέον η ίδρυση διασυλλογικών δικηγορικών εταιρειών και παραρτημάτων/ υποκαταστημάτων (βλ. και άρθ. 6 Ν.4038/2012), γεγονός που ισοδυναμεί με την παροχή δυνατότητας πολλαπλής έδρας και για τους ατομικώς ασκούντες την δικηγορία για λόγους ισότητας και ελεύθερου ανταγωνισμού.
β)      Καταργείται τόσο ο υποχρεωτικός νομοθετικός καθορισμός των ελαχίστων ορίων των δικηγορικών αμοιβών (πλην των έμμισθων Δικηγόρων του Δημόσιου τομέα) όσο και τα «ποσά αναφοράς» του ν. 3919/2011 και αποσυνδέεται οριστικά η δικηγορική αμοιβή από τις υποχρεωτικές εισφορές και τη φορολογία, δηλ. καταργούνται τα φορολογικά τεκμήρια ως προς το ελάχιστο ύψος της δικηγορικής αμοιβής και η παρακράτηση φόρου εισοδήματος στην πηγή.
γ)       Τέλος με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου του Κώδικα Δικηγόρων επιτρέπεται η άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων στους δικηγόρους σε τέτοιο βαθμό και έκταση, ώστε η απαγόρευση αυτή να καθίσταται από γενικός κανόνας εξαίρεση, άλλως να μην αποτελεί πλέον γενικό κανόνα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σοβαρό «ρήγμα» στην αποκλειστική ενασχόληση με την δικηγορία, την νομική επιστήμη και τα έννομα συμφέροντα του εντολέα και να δημιουργούνται «δίοδοι» που ενδέχεται να οδηγήσουν στην ίδρυση πολυεπαγγελματικών και κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών.
          Οι παραπάνω εξελίξεις (εφ’ όσον δεν επέλθει κάποια ουσιώδης αλλαγή κατά την ψήφιση του σχεδίου νόμου) δύνανται να έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της παραπάνω εκκρεμούς δίκης. Ειδικότερα, ενδέχεται να τεθεί ζήτημα εννόμου συμφέροντος προς συνέχιση της δίκης από την άποψη της λυσιτέλειας της ασκηθείσας αιτήσεως ακυρώσεως. Και τούτο διότι με νεώτερες ρυθμίσεις (ν.4038/2012 ως προς τις διασυλλογικές δικηγορικές εταιρείες, ν. 4093/2012 ως προς τις αμοιβές των έμμισθων δικηγόρων του ιδιωτικού τομέα, σχέδιο νόμου Κώδικα Δικηγόρων συνολικά) ο νομοθέτης ρητά πλέον εκφράζει την βούλησή του για την μη διατήρηση των επίδικων απαιτήσεων. Πιο συγκεκριμένα, το ΣτΕ ενδέχεται να δεχτεί ότι η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (άλλως παράλειψης), παρίσταται πλέον αλυσιτελής, ενόψει της αδυναμίας διατήρησης με υπονομοθετικής ισχύος διάταξη (Π.Δ/γμα) των επίδικων απαιτήσεων, που ρητά πλέον παύουν να είναι νομοθετικά «ανεκτές» με διατάξεις ανώτερης τυπικής νομοθετικής βαθμίδας και ισχύος (π.ρ.β.λ. Ολ ΣτΕ 1372/2013, ΝοΒ 61,2013 σελ. 1050 επ.).
          Με τις νεώτερες ρυθμίσεις του νέου Κώδικα Δικηγόρων εισάγονται «αγοραίοι» κανόνες σε ότι αφορά στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και δημιουργούνται πλέον συνθήκες «κανιβαλιστικού» ανταγωνισμού που μεταλλάσσουν τον δικηγόρο σε κατ’ όνομα μόνο και κατ’ επίφαση δημόσιο λειτουργό και στην πραγματικότητα σε εξαθλιωμένο επαγγελματία ή μισθωτό, καταργούν de facto θεσμούς δικηγορικής αλληλεγγύης και πλήττουν την οικονομική αυτοδυναμία και αυτοτέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων.
          Μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί (και ενδεχομένως να αποτραπεί) η παραπάνω δυσμενής εξέλιξη (έστω και ενδεχόμενη αλλά πάντως υπαρκτή) είναι οι αιτούντες Δικηγορικοί Σύλλογοι να θέσουν ευθέως ζήτημα αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης στο Ενωσιακό Δίκαιο και των ανωτέρω νεώτερων νομοθετικών ρυθμίσεων για τους εξής λόγους (συνοπτική και ενδεικτική η αναφορά):
α)      Ο νομοθέτης διατηρεί σε ότι αφορά στους συμβ/φους και στους δικαστικούς επιμελητές την εδαφική αρμοδιότητα, την αποκλειστική έδρα, την απαγόρευση σύστασης διασυλλογικών εταιρειών, τον νομοθετικό καθορισμό των ελαχίστων ορίων των αμοιβών και την απαγόρευση άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων, διότι είναι «δημόσιοι λειτουργοί» και «επικουρούν την δικαιοσύνη στο έργο της». Εξ αντιδιαστολής παρέπεται ότι ο «μνημονιακός» νομοθέτης θεωρεί ότι οι δικηγόροι είτε δεν είναι δημόσιοι λειτουργοί και συμπράττοντες συλλειτουργοί της δικαιοσύνης (αντιφάσκοντας προς εαυτόν, προς την πραγματικότητα και προς την πάγια νομολογία για την εξόχως λειτουργηματική φύση της δικηγορίας), είτε είναι δημόσιοι λειτουργοί «δεύτερης κατηγορίας ή διαλογής». Η παράβαση των αρχών της ισότητας και της ανα-λογικότητας είναι πρόδηλη.
β)      Με τις νεώτερες ρυθμίσεις καταργούνται διατάξεις που εξυπηρετούν επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, χωρίς να προκύπτουν εμφανώς νεότεροι και αντίθετοι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν την κατάργησή τους και ως εκ τούτου η κατάργηση αυτή αντίκειται και στην συνταγματική και ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας και στις διατάξεις της οδηγίας 2006/123. Ειδικότερα, ναι μεν ο νομοθέτης διαθέτει ευρύτατο πεδίο εκτιμήσεων και σταθμίσεων ως προς την δυνατότητα διατήρησης ή κατάργησης των επίδικων ρυθμίσεων, πλην όμως το πεδίο αυτό οριοθετείται από τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι «δημοσίου» συμφέροντος που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3919/2011 ως «ratio» της κατάργησης των επίμαχων ρυθμίσεων είναι προδήλως προσχηματικοί και κείμενοι μακράν της πραγματικότητας, όπως ειδικότερα αναλύεται στην ανωτέρω υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Πιο συγκεκριμένα, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3919/2011 αναφέρεται ότι καταργούνται τα ελάχιστα όρια των δικηγορικών αμοιβών προς ελάφρυνση των χειμαζομένων πολιτών, τη στιγμή που η πρόσβαση στο Δικαστήριο έχει καταστεί αδύνατη στους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες. Κατά τον νομοθέτη η ελάχιστη δικηγορική αμοιβή για την άσκηση προσφυγής στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές με αντικείμενο μέχρι 150.000 ευρώ στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, που ανέρχεται συνολικά στο “υπέρογκο” ποσό των 234 ευρώ αποτελεί δυσβάστακτο βάρος!!! για τον πολίτη και εμποδίζει τον Φινλανδό, Σουηδό, Λιθουανό Δικηγόρο να αναλάβει την ίδια υπόθεση με… μικρότερη αμοιβή!!, ενώ το αναλογικό παράβολο για την άσκηση της προσφυγής ύψους 3.000 ευρώ δεν αποτελεί υπέρογκο βάρος για τον διάδικο!!! Περαιτέρω, ενώ ο μνημονιακός νομοθέτης φορολογεί ακόμη και «τις πέτρες»!!!, προκειμένου να εξοικονομήσει έσοδα, την ίδια στιγμή καταργεί την διασφαλισμένη εισροή εσόδων από τους Δικηγορικούς Συλλόγους καταργώντας την φορολόγηση της δικηγορικής αμοιβής «στην πηγή» στα συμβόλαια και επιχειρείται με τις νέες ρυθμίσεις και η κατάργηση της φορολόγησης στην πηγή και της δικηγορικής αμοιβής για τις λοιπές υποθέσεις. Αν τα ανωτέρω δεν συνιστούν κατάφωρη παράβαση της αρχής της ανα-λογικότητας, τότε οι έννοιες χάνουν το νόημά τους. Επίσης, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4038/2012 (υπό άρθρο 6) δεν προκύπτει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την de facto υπονόμευση της οικονομικής και λειτουργικής αυτοτέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων με την ίδρυση των «εταιρειών – χταποδιών» και την δημιουργία «οικονομικά ανενεργών» μελών (βλ. απόψεις της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων επί του άρθρου 6 του Ν. 4038/2012). Τέλος, μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενο των ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου του Κώδικα Δικηγόρων και της αιτιολογικής έκθεσής του και αν αναφέρονται σ’ αυτήν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν την κατάργηση των επίμαχων ρυθμίσεων.
          Από τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλο ότι το διακύβευμα της ανωτέρω δίκης είναι εξόχως σημαντικό για το Δικηγορικό Σώμα. Σ’ αυτήν όμως την κρίσιμη καμπή της ιστορίας του το Δικηγορικό Σώμα εμφανίζεται διασπασμένο, διότι απουσιάζει το 49% (σε απόλυτο ποσοστό) των Δικηγορικών Συλλόγων από την δίκη αυτή, οι οποίοι όμως (σε απόλυτο αριθμό) εκπροσωπούν την συντριπτική πλειοψηφία των Δικηγόρων της χώρας. Η απουσία αυτή δικαιοπολιτικά έχει τεράστια σημασία αφ’ ενός μεν διότι απουσιάζουν από τη δίκη αυτή οι Δικηγορικοί Σύλλογοι που εκπροσωπούν την συντριπτική πλειοψηφία των Δικηγόρων της χώρας (αριθμητικά), δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι μη μετέχοντες στη δίκη Δικηγορικοί Σύλλογοι συμφωνούν με την κατάργηση των επίμαχων ρυθμίσεων και αφ’ ετέρου διότι αποδυναμώνουν (δικαιοπολιτικά) τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Επίσης τα ανωτέρω κρίσιμα ζητήματα δεν έχουν συζητηθεί μέχρι σήμερα στην Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, παρά το γεγονός ότι επανειλημμένα ο ΔΣΙ και άλλοι Δικηγορικοί Σύλλογοι ζήτησαν την συζήτηση των ανωτέρω ζητημάτων αλλά τούτο δεν κατέστη εφικτό με επίκληση μη πειστικών αιτιολογιών.
          Ενόψει των ανωτέρω εξελίξεων ο ΔΣΙ προτείνει:
α)      Όλοι οι αιτούντες Δικηγορικοί Σύλλογοι πρέπει να επιβεβαιώσουν την βούλησή τους για τη συνέχιση της ανωτέρω εκκρεμούς δίκης.
β)      Να ασκηθούν πρόσθετοι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους να τεθεί ευθέως ζήτημα αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης προς το ενωσιακό δίκαιο και των νέων ρυθμίσεων (Ν. 4038/2012, Ν. 4093/2012,  Κώδικα Δικηγόρων). Λόγω όμως του περιορισμένου χρονικού πλαισίου, της μη γνώσεως του τελικού περιεχομένου του Κώδικα Δικηγόρων ως προς τις επίμαχες ρυθμίσεις και της μη γνώσεως της αιτιολογικής έκθεσης αυτού, είναι ανάγκη να υποβληθεί αίτημα αναβολής της συζήτησης της ανωτέρω αιτήσεως ακυρώσεως.
γ)       Να υποβληθεί κοινό αίτημα από τους αιτούντες 32 Δικηγορικούς Συλλόγους για άμεση σύγκλιση της Ολομέλειας, προκειμένου η Ολομέλεια να λάβει σαφή θέση επί του σχεδίου νόμου του Κώδικα Δικηγόρων και ιδίως ως προς την διατήρηση ή μη των επίδικων ρυθμίσεων. Πρόκειται για εξόχως σημαντικά ζητήματα μείζονος νομικής και δικαιοπολιτικής σημασίας για το Δικηγορικό Σώμα και δεν είναι νοητό η Ολομέλεια των Προέδρων να «σιωπά εκκωφαντικά» και χωρίς να αναλαμβάνει την νομική και δικαιοπολιτική ευθύνη για την έκβαση των εν λόγω επίδικων ζητημάτων.
Δυστυχώς όλες οι προαναφερόμενες νεώτερες ρυθμίσεις (ν.4038/2012 ως προς τις διασυλλογικές δικηγορικές εταιρείες, ν. 4093/2012 ως προς τις αμοιβές των έμμισθων δικηγόρων του ιδιωτικού τομέα κοκ), πέρασαν, παρά τις προσπάθειές μας να συζητηθούν στην Ολομέλεια πολύ εύκολα γιατί βρήκαν το δικηγορικό σώμα διασπασμένο ως προς τα ζητήματα αυτά και ως εκ τούτου ευάλωτο και εύκολο στόχο.
Τα όψιμα δάκρυα των τελευταίων ημερών, με τη συνοδεία δημοσιευμάτων, που εκπορεύονται από συγκεκριμένους κύκλους και με συγκεκριμένους στόχους, δεν βοηθούν και ενδέχεται να οδηγήσουν ετεροχρονισμένα τον κλάδο σε περιπέτειες, για τα θέματα που ήδη έχουμε θέσει από το 2010 κατ΄ επανάληψη.
                                                                                                Η Πρόεδρος του ΔΣ

                                                           Αναστασία Γιογλή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου