ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ

Τι μας λένε τα stress test; Κατ' αρχάς τα stress test αφορούν μια άσκηση για τη διαχείριση αυτής της κρίσης, όχι για την πρόληψη μιας νέας. Βασίζονται στους ισχύοντες κανόνες της Βασιλείας για την κεφαλαιακή επάρκεια, σύμφωνα με τους οποίους, αν οι τράπεζες διατηρούν το 8% των σταθμισμένων περιουσιακών τους στοιχείων (risk - weighted) με τη μορφή κεφαλαίου, είναι καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν μελλοντικές δυσκολίες.
Η άσκηση αυτή γίνεται σύμφωνα με τους παλιούς κανόνες, γιατί υπάρχει ο φόβος ότι, όταν οι τράπεζες αναγκάζονται να προσαρμοστούν γρήγορα σε αυστηρούς στόχους, η απομόχλευση παρατείνει τις υφεσιακές τάσεις. Βέβαια οι τράπεζες θα μπορούσαν να συμμορφωθούν στους αυστηρότερους στόχους μειώνοντας όχι τον δανεισμό τους προς την πραγματική οικονομία, αλλά την έκθεσή τους σε παράγωγα και άλλες κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Περιττό να πούμε ότι η "διαπραγματευτική δύναμη" των τραπεζών εξασφαλίζει ότι τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν μπαίνουν καν στην ατζέντα.
Τα stress test βασίζονται σε συγκεκριμένα σενάρια για το τι μπορεί να πάει στραβά. Για παράδειγμα υποθέτουν αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, μετά από μια βαθμιαία μείωση της ποσοτικής χαλάρωσης από τη FED, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε πτώση των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και των τιμών κατοικίας, καθώς και αύξηση των σπρεντ των περιφερειακών οικονομιών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα επιπτώσεις στον πλούτο (wealth effects) που επιβραδύνουν την οικονομική δραστηριότητα.
Το νόημα της άσκησης είναι να καταλάβουμε αν οι τράπεζες μπορούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της επιβράδυνσης αυτής: αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, πτώση της αξίας των εξασφαλίσεων κ.λπ.
Με αυτή την έννοια τα αποτελέσματα δεν ήταν κακά για τις περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών (ακόμη και αν λάβουμε υπόψη ότι η συνολική εικόνα για κάθε τράπεζα βασίστηκε όχι μόνο στα stress test επί των μακροοικονομικών μεγεθών, αλλά και στην αξιολόγηση της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών).
Από την άλλη τα μακροοικονομικά σενάρια δεν πήραν υπόψη την πιθανότητα της συνέχισης του αποπληθωρισμού εντός της Ευρωζώνης και τα ποσά που οι ελληνικές τράπεζες βάζουν στην πάντα για μελλοντικές απώλειες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια μπορεί να μην είναι αρκετά.
Όχι κι άσχημα λοιπόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μια νέα κρίση όπως εκείνη του 2008. Και ο φόβος είναι ότι δεν κάνουμε αρκετά για να την αποτρέψουμε. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να λύσουμε τουλάχιστον τρία ζητήματα.
* Πρώτον, υπάρχει το ζήτημα της μόχλευσης και το γεγονός ότι οι τράπεζες πάντα προτιμούν να δουλεύουν «με τα λεφτά των άλλων». Με αυτή την έννοια μια μέθοδος για να αποτραπεί η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση θα ήταν οι τράπεζες να αναγκάζονται να δανείζουν περισσότερο με βάση τις καταθέσεις τους και λιγότερο με βάση τον δανεισμό τους από τη διατραπεζική αγορά.
* Δεύτερον, πρέπει να εμπλέκονται λιγότερο σε επικίνδυνες δραστηριότητες, παράγωγα και άλλα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, πράγματα δηλαδή που βρίσκονταν πίσω από το χρηματοπιστωτικό σκέλος της κρίσης του 2008.
* Τρίτον, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. πρέπει να γίνουν πολύ πιο ανοιχτές σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα εξασφάλισης καταθέσεων, πράγμα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας σοβαρής τραπεζικής ένωσης. Η αντιμετώπιση των τριών αυτών ζητημάτων μειώνει την πιθανότητα μιας μελλοντικής κρίσης, χωρίς να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Πώς πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα στα stress test; Η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες, πρέπει να στραφεί στην πρόληψη των κρίσεων και όχι στη διαχείρισή τους. Μέρος των κεφαλαίων που παραμένουν στο ΤΧΣ πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Γιατί να χρησιμοποιήσουμε τα κεφάλαια αυτά για να φτιάξουμε ένα ταμείο προληπτικής γραμμής πίστωσης στην οποία θα έχουμε πρόσβαση σε περίπτωση κρίσης και να μην τα χρησιμοποιήσουμε για να αποτρέψουμε μια τέτοια κρίση εξαρχής;
Είναι σαφές ότι το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Εντείνει τις υφεσιακές τάσεις και αποτρέπει δυνάμει οικονομικά υγιή άτομα και επιχειρήσεις, καθώς και την ελληνική οικονομία στο σύνολό της, να ακολουθήσουν τον δρόμο της ανάπτυξης για την έξοδο από την κρίση, μειώνοντας έτσι το επίπεδο του χρέους ως προς το εισόδημα. Και, φυσικά, καθιστά επισφαλή τη μελλοντική σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει οικονομικό νόημα. Τώρα είναι η ώρα να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πάντα είναι καλό να έχουμε ένα μαξιλάρι για αργότερα, αλλά αυτό που κυρίως χρειαζόμαστε είναι αποφασιστικές δράσεις στο παρόν που θα μειώσουν την ανάγκη για ένα τέτοιο μαξιλάρι στο μέλλον.